ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα
με όσα έχουν γίνει γνωστά ως αυτήν την στιγμή, στο δεύτερο εξάμηνο του
1997 θα ολοκληρωθεί και τυπικά η τροποποίηση της Συνθήκης του
Μάαστριχτ (με την υπογραφή τον Οκτώβριο στο Άμστερνταμ της νέας
Συνθήκης) ενώ παράλληλα θα αποφασιστεί η διεύρυνση της Ε.Ε. με την ένταξη σε αυτήν των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και της Κύπρου.
Η
ολοκλήρωση των ενταξιακών αυτών διαπραγματεύσεων θα σημάνει έναν νέο
κύκλο αναθεώρησης της Συνθήκης (του Άμστερνταμ αυτήν την φορά) με
μιαν ακόμη Διακυβερνητική Διάσκεψη. Και αυτό θα συμβεί νομοτελειακά,
καθώς στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής αναβλήθηκε η διευθέτηση των πλέον
σοβαρών ζητημάτων καταστατικής φύσεως.[1]
Στο
Άμστερνταμ, με εξαίρεση τις αποφάσεις για την «ευελιξία» και την
επέκταση της λήψης αποφάσεων με πλειοψηφία, δεν αποφασίστηκε καμία
ρύθμιση για
την λειτουργία των θεσμικών οργάνων μιας διευρυνόμενης Ε.Ε. Τα θέματα
αυτά μάλλον διασυνδέθηκαν –ώστε ο γαλλογερμανικός άξονας να
ικανοποιηθεί ως προς την «ευέλικτη ολοκλήρωση» και την μερική κατάργηση
του δικαιώματος αρνησικυρίας και σε αντάλλαγμα να προβλεφθεί η
μεταφορά στο μέλλον της συζήτησης για την αλλαγή της στάθμισης των ψήφων στο Συμβούλιο Υπουργών και την μείωση των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Επομένως, η μεταρρύθμιση των θεσμών της Ε.Ε. αναβλήθηκε ως την στιγμή που η Ε.Ε. θα αποκτήσει περισσότερα από 20 κράτη-μέλη.
Εάν η Ε.Ε. διευρυνθεί στο μεταξύ από τα σημερινά 15 κράτη-μέλη στα 20, τα
μεγάλα κράτη θα χάσουν τον έναν από τους δύο Επιτρόπους που διαθέτουν.
Και, επειδή και σε αυτήν την περίπτωση λειτουργεί μια λογική «δούναι
και λαβείν- do ut des», εάν προσχωρήσει νέο μέλος στην Ε.Ε., τότε τροποποιείται στο Συμβούλιο Υπουργών πλέον ο αριθμός των ψήφων προς όφελος των ισχυρών κρατών.[2]
Όσον αφορά το δικαίωμα ασκήσεως του βέτο, αυτό περιορίζεται (σύμφωνα με
τα συμπεράσματα της Συνόδου του Άμστερνταμ) στο επίπεδο του Συμβουλίου
Υπουργών Εξωτερικών, όταν αυτό «εγκρίνει κοινές δράσεις, κοινές θέσεις ή
λαμβάνει οποιαδήποτε άλλη απόφαση βάσει κοινής στρατηγικής».
Προβλέπεται, ακόμη, ότι «εάν μέλος του Συμβουλίου δηλώσει ότι για
σοβαρούς και δεδηλωμένους λόγους εθνικής πολιτικής προτίθεται να
αντιταχθεί στην έκδοση αποφάσεως, το Συμβούλιο δύναται –αποφασίζοντας με
ειδική πλειοψηφία– να ζητεί παραπομπή του θέματος σε Συμβούλιο Κορυφής ώστε να ληφθεί ομόφωνη απόφαση».
Ασφαλώς, η έννοια των «κοινών στρατηγικών» είναι ασαφής και αναμένεται να
καθοριστεί εναργέστερα στο τελικό κείμενο της νέας Συνθήκης. Προς το
παρόν, έχει γίνει γνωστό ότι στον δεύτερο πυλώνα (ΚΕΠΠΑ) υπάρχει –εκτός της
εποικοδομητικής αποχής– και η δυνατότητα επίκλησης «ζωτικού
συμφέροντος» για θέματα εθνικής σημασίας από τα κράτη της Ε.Ε., ώστε να
εμποδιστεί η λήψη μιας πολιτικής απόφασης σε επίπεδο Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου που θίγει εθνικά τους συμφέροντα ενδεχομένως. Αυτήν την
ουσιαστική εγγύηση, πάντως, επιχείρησαν (ανεπιτυχώς τελικά) να άρουν
Γερμανία και Ιταλία όταν στην Σύνοδο του Άμστερνταμ ζήτησαν να
καταργηθεί το δικαίωμα veto σε
επίπεδο κορυφής, με το επιχείρημα ότι είναι αναγκαία «μεγαλύτερη
ευελιξία». Ζήτησαν, για την ακρίβεια, να καθορίζεται το «ζωτικό συμφέρον
εφόσον υπάρχει αναστέλλουσα μειοψηφία».
Εάν γινόταν αποδεκτή μια τέτοια διαστρεβλωμένη ερμηνεία της «ευελιξίας», θα
επρόκειτο ουσιαστικά για ολοκληρωτική κατάργηση του δικαιώματος
αρνησικυρίας, κάτι που ασφαλώς δεν εξυπηρετεί την λογική της ευρωπαϊκής
ενοποίησης.
Αντίθετα, οι αποφάσεις που ελήφθησαν στο Άμστερνταμ για την «ευελιξία» (την κυρίαρχη έννοια σε αυτήν την διπλωματική εργασία), καλύπτουν πλήρως τα
ευρωπαϊκά συμφέροντα και ικανοποιούν ταυτόχρονα τις ελληνικές
ανησυχίες. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι και τα 15 κράτη της Ε.Ε.
συμφώνησαν τελικά να υπάρξει στην νέα Συνθήκη γενική ρήτρα «ευελιξίας».
Η
«ευελιξία» θα ισχύει στον πρώτο πυλώνα (σε όλα τα θέματα για τα οποία
υπάρχει κοινή πολιτική), όχι όμως και στον δεύτερο πυλώνα. Η «ευελιξία»
αποκλείστηκε, παρά τις πιέσεις Γαλλίας-Γερμανίας, από την ΚΕΠΠΑ[3]
αλλά ισχύει στον τρίτο πυλώνα υπό όρους. Στον τρίτο πυλώνα η απόφαση
για να υπάρχει «ενισχυμένη συνεργασία» θα υπόκειται στο δικαίωμα
αρνησικυρίας των κρατών της Ε.Ε., εφόσον μια χώρα επικαλείται πολιτικά
την ύπαρξη «ζωτικού συμφέροντος».
Η
πιο σημαντική, όμως, εξέλιξη που προέκυψε από την Σύνοδο του
Άμστερνταμ ήταν η απόφαση της αυτόματης ένταξης μεταγενέστερα (με την
σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) των ενδιαφερομένων κρατών στο
σχήμα ευελιξίας που κάποια άλλα κράτη ήδη ακολουθούν.
Όπως έχει γίνει γνωστό, το σύστημα θα είναι ανοιχτό και θα μπορεί να συμμετάσχει σε αυτό οποιαδήποτε χώρα το θελήσει (και μάλιστα, δίχως να προηγηθεί διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης από το Συμβούλιο),[4] εφόσον εκπληρούνται ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις[5] (π.χ. αποδοχή του κεκτημένου της «ευελιξίας»).
Η
γενική ρήτρα ευελιξίας, που αποφασίστηκε να υφίσταται στους τομείς
εκείνους που δεν καλύπτει η κοινοτική δραστηριότητα, αποτέλεσε την χρυσή
τομή για τον συμβιβασμό στο Άμστερνταμ μεταξύ των κρατών εκείνων (π.χ.
Βρεττανίας-Ελλάδας) που υποστήριζαν ότι η απόφαση για την συγκρότηση
ομάδας που
θα λειτουργεί με βάση την αρχή της «ευελιξίας» θα έπρεπε να είναι
ομόφωνη και των κρατών εκείνων (π.χ. Ολλανδία) που επέμεναν η απόφαση
αυτή να λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία (71%) από το Συμβούλιο.[6]
Η
μορφή που φαίνεται να αποκτά η «ευελιξία» (ως την στιγμή που θα γίνει
γνωστό το τελικό κείμενο της νέας Συνθήκης κατά την διάρκεια της
προεδρίας του Λουξεμβούργου το δεύτερο εξάμηνο του 1997) με την αυτόματη ένταξη των
κρατών που επιθυμούν κάτι τέτοιο και σε συνδυασμό με το δικαίωμα
επίκλησης «ζωτικού ενδιαφέροντος» δικαιώνει τις εκ των ων ουκ άνευ
συνθήκες και προϋποθέσεις που είχαν εκ των προτέρων (πριν την Σύνοδο του
Άμστερνταμ) τεθεί από την εργασία αυτή.
Όπως, άλλωστε, δικαιώνεται και η εκτίμηση ότι η καθιέρωση της αρχής της «ευελιξίας» εξηρτάτο από την εκπλήρωση των όρων που έθετε η πλειοψηφία των 15 κρατών της Ε.Ε.
Θα πρέπει, ασφαλώς, για να είναι ακόμη πιο κατηγορηματικές οι κρίσεις που
γίνονται, να αναμείνει κανείς την οριστική διατύπωση των διατάξεων της
νέας Συνθήκης. Χρήσιμο, επίσης, θα ήταν να διευκρινιστεί με ποιον
τρόπο η Σύνοδος του Άμστερνταμ αποφάσισε (αντίθετα με όλες τις ενδείξεις) να εισαγάγει την «ευελιξία» στον πρώτο πυλώνα καθώς και με ποιον τρόπον ακριβώς θα λαμβάνεται η κατ’ αρχήν απόφαση για δημιουργία «ευέλικτης» ομάδας κρατών στον πρώτο πυλώνα.
Μια δεύτερη σημαντική εξέλιξη της πρόσφατης Συνόδου στο Άμστερνταμ ήταν το
γεγονός ότι, ενώ αποκλείστηκε η «ευελιξία» από τον δεύτερο πυλώνα της
Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, παράλληλα
αποφασίστηκε η υπογραφή πρωτοκόλλου για την Άμυνα.
Πρόκειται
για ένα ουσιαστικό βήμα προς την ανάπτυξη Κοινής Αμυντικής Πολιτικής
και Πολιτικής Άμυνας, αν και η ολοκλήρωσή του εξαρτάται από ένα πλέγμα μελλοντικών ανακατατάξεων σε διεθνές επίπεδο και, κυρίως, από την διεύρυνση του ΝΑΤΟ (που θα αποφασιστεί τον Ιούλιο του 1997 στην Μαδρίτη) και από την συγχώνευση της Δ.Ε.Ε. με την Ε.Ε. (που θα αποφασιστεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία σε ένα άλλο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο).
Για
να γίνει το βήμα αυτό στο Άμστερνταμ, πρωταγωνιστικό και καταλυτικό
ρόλο διαδραμάτισαν η Γαλλία και η Γερμανία (όπως, άλλωστε, και στο
Μάαστριχτ).[7]
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και ασφαλείας η Γαλλία με την Γερμανία και 6
ακόμα χώρες (μεταξύ των οποίων η Ελλάδα) πρότειναν την σταδιακή
ενσωμάτωση της Δ.Ε.Ε. στην Ε.Ε. με ένα χρονοδιάγραμμα 5 ετών. Δεν
υπήρξε, όμως, συμφωνία γι’ αυτό και το κείμενο συμπερασμάτων του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου περιορίζεται σε μιαν «πιθανή ενσωμάτωση της Δ.Ε.Ε.
στην Ε.Ε. εάν το αποφασίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο» εν καιρώ.
Η
προοπτική ενσωμάτωσης της Δυτικο-Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέμεινε,
επομένως, ανοιχτή ως ενδεχόμενο και θα επανέλθει ξανά στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων ένα έτος μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου για την
Άμυνα (λογικά, τον
Οκτώβριο του 1998, έναν χρόνο δηλ. μετά την υπογραφή της νέας
Συνθήκης). Στα συμπεράσματα του Άμστερνταμ αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εκπονήσει μαζί με την Δ.Ε.Ε. ρυθμίσεις για την προωθημένη συνεργασία μεταξύ τους μέσα σε έναν χρόνο από την στιγμή που θα τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο αυτό».
Υϊοθετήθηκε, ακόμη, διατύπωση η οποία αναφέρει ότι η πολιτική της Ε.Ε. δεν
πρέπει να προκαταλαμβάνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της αμυντικής
πολιτικής ορισμένων χωρών-μελών και θα πρέπει να σέβεται τις υποχρεώσεις
αυτών των χωρών-μελών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Οι διατυπώσεις αυτές αποτελούν τον συμβιβασμό μεταξύ των 15 ευρωπαϊκών κρατών αυτήν την συγκεκριμένη χρονική συγκυρία.
Στο
Άμστερνταμ, 8 κράτη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ισπανία,
Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Ολλανδία) τάχθηκαν υπέρ της συγχώνευσης της
Δ.Ε.Ε. με την Ε.Ε.
Τα
7 κράτη που αντιτάχθηκαν σταθερά στην ενσωμάτωση της Δ.Ε.Ε. (ακόμη και
ως μακροπρόθεσμου στόχο σε ορισμένες περιπτώσεις) ήταν η Μεγ.
Βρεττανία, η Ιρλανδία, η Δανία, η Αυστρία, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Πορτογαλία.
Το νέο στοιχείο είναι ότι στο Άμστερνταμ διεφάνη ότι η βρεττανική κυβέρνηση δεν είναι κατ’ αρχήν αντίθετη στην προοπτική της κοινής αμυντικής πολιτικής και ότι η διαφωνία της επικεντρώνεται στην μετατροπή της Δ.Ε.Ε. σε αμυντικό βραχίονα της Ε.Ε. σε αντικατάσταση του ΝΑΤΟ.
Η
κυβέρνηση Μπλαιρ δεν ήθελε να δεσμευθεί σε αυτό το σημείο, με το
επιχείρημα ότι σε αυτήν την περίπτωση θα αποξενωθούν χώρες του ΝΑΤΟ
(όπως η Τουρκία, η Νορβηγία και η Ισλανδία) που δεν είναι μέλη της Ε.Ε.
Υπάρχει,
βέβαια, και το μείζον ζήτημα με τις χώρες που δεν θέλουν να παραβούν
την αρχή της «ουδετερότητας» και να εμπλακούν σε επιθετικές
επιχειρήσεις. Εξακολουθεί, πάντως, να θεωρείται ως καλύτερη λύση για την
επίλυση αυτών των ζητημάτων η προσάρτηση στην νέα Συνθήκη της Ε.Ε.
ξεχωριστού πρωτοκόλλου άμυνας παρά η δημιουργία ενός τέταρτου πυλώνα για
την άμυνα.
Στο Άμστερνταμ, άλλωστε, συμφωνήθηκε ότι (ακριβώς για να μην περιοριστεί η Ε.Ε. σε αμυντικά καθήκοντα κλασσικής μορφής) πρέπει να αντιμετωπιστεί συλλογικά[8] η πρόληψη και διαχείριση τοπικών κρίσεων και αναφλέξεων. Για
τον σκοπό αυτό, θα δημιουργηθεί μια μονάδα σχεδιασμού και ταχείας
δράσης υπαγόμενη στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Στο
πλέγμα των νέων ρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του
Άμστερνταμ, υψηλή θέση κατέχουν οι αναφορές στην ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. καθώς και στην αμοιβαία πολιτική αλληλεγγύη.
Οι ρήτρες αυτές αποτελούν επιτυχία τόσο για το σύνολο των κρατών της Ε.Ε. όσο και για την ελληνική διπλωματία (που εξασφάλισε την συγκατάθεση της Γερμανίας στα αιτήματα αυτά σε πολιτικό επίπεδο[9] σε αντάλλαγμα για την συμφωνία της στην γενική ρήτρα ευελιξίας και στην επέκταση της λήψης αποφάσεων με πλειοψηφία).
Η ικανοποίηση των στόχων της Ελλάδας δεν είναι, βέβαια, πλήρης: η χώρα μας είχε ζητήσει να προστεθεί στην νέα Συνθήκη[10]
«ρήτρα εδαφικής ακεραιότητας» (κάτι που έγινε εν μέρει) καθώς και να
προσδιοριστεί θετικά η ρήτρα αμοιβαίας πολιτικής αλληλεγγύης με την
φράση ότι «τα κράτη της Ε.Ε. ενισχύουν το ένα το άλλο με όλα τα μέσα που βρίσκονται στην διάθεση της Ένωσης».
Τελικά, η ρήτρα αυτή υπήρξε αλλά προσδιορίστηκε αρνητικά.
Αναλυτικά,
στο κεφάλαιο 12 της νέας Συνθήκης θα αναφέρονται (άρθρο 1, παράγραφος
1) ως στόχοι της ΚΕΠΠΑ α) «Η διασφάλιση των κοινών αξιών, των θεμελιωδών συμφερόντων, της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητος της
Ενώσεως σύμφωνα με τις αρχές του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων
Εθνών», β) «Η διατήρηση της ειρήνης και η ενίσχυση της διεθνούς
ασφάλειας, σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε., καθώς
και σύμφωνα με τις αρχές της Τελικής Πράξεως του Ελσίνκι και τους
στόχους του Χάρτη των Παρισίων, συμπεριλαμβανομένων και σχετικών με τα εξωτερικά σύνορα».
Θα
αναφέρεται, ακόμη (άρθρο 1, παράγραφος 2), ότι α) τα κράτη-μέλη
υποστηρίζουν ενεργώς και ανεπιφυλάκτως την ΚΕΠΠΑ με πνεύμα πίστεως και αμοιβαίας εμπιστοσύνης», β) «τα κράτη-μέλη εργάζονται από κοινού για την ενίσχυση και ανάπτυξη της αμοιβαίας πολιτικής τους αλληλεγγύης και απέχουν από κάθε δράση αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ενώσεως ή ικανή να θίξει την αποτελεσματικότητά της ως συνεκτικής δυνάμεως στις διεθνείς της σχέσεις».
Από
την παράθεση αυτών των ρυθμίσεων που θα συμπεριληφθούν στην νέα
Συνθήκη της Ε.Ε. τον Οκτώβριο, προκύπτει σαφώς (σε συνδυασμό με την
αποδοχή των όρων για την λειτουργία της «ευελιξίας», με την διατήρηση
του δικαιώματος επίκλησης «ζωτικού συμφέροντος» σε επίπεδο Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου, με
την μερική κατάργηση της αρνησικυρίας και με την διατήρηση του
υφισταμένου θεσμικού καθεστώτος στην Ε.Ε.) ότι η Ελλάδα οπωσδήποτε δεν
θα πρέπει να θεωρείται ηττηθείσα στην Διακυβερνητική Διάσκεψη.
Με δεδομένη την μεταστροφή στην ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας από την κυβέρνηση Σημίτη (σε σύγκριση με την κυβέρνηση Παπανδρέου) τα αποτελέσματα υπήρξαν θετικά και μπορούν εν δυνάμει να αξιοποιηθούν από την ελληνική διπλωματία. Οπωσδήποτε, θα μπορούσαν πολύ περισσότερα να είχαν γίνει (και ορισμένες εναλλακτικές επιλογές περιγράφηκαν σε
αυτήν την εργασία) που η κυβέρνηση ενστερνίστηκε μόνο κατά τα
τελευταία στάδια της διαπραγμάτευσης στην Δ.Κ.Δ. επωφελούμενη από το
κλίμα που δημιουργήθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο τους τελευταίους μήνες.
Η
ελληνική διπλωματία αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τις προκλήσεις που
υψώνονται στα Βαλκάνια όπου μετά το 1989 (όπως και στις χώρες Κεντρικής
και Ανατολικής Ευρώπης) αναβίωσε ως νέα μορφή συλλογικής συνείδησης το
εθνικό αίσθημα, προκειμένου οι κοινωνίες των κρατών αυτών να αποκοπούν
από το πρόσφατο παρελθόν τους, τις δεκαετίες ανελευθερίας και
καταπίεσης. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μόλις τα κράτη αυτά αποκτούν την ανεξαρτησία τους, σπεύδουν να παραχωρήσουν τμήμα της εθνικής τους κυριαρχίας στην Ε.Ε. και να
καταθέσουν αίτηση ένταξης. Η διεύρυνση της Ε.Ε. αποτελεί, πράγματι,
αναγκαιότητα ύστερα από την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού και
συνεπάγεται ότι οι περισσότερες ή και όλες οι χώρες της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης θα ζητήσουν και θα πετύχουν (όπως συνέβη και με άλλες
χώρες σε προηγούμενες διευρύνσεις) μεταβατικές περιόδους που θα διαφέρουν σε διάρκεια, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση[11] της καθεμιάς.
Την
ίδια στιγμή, η Ευρώπη οικοδομείται ως σύγκλιση και υπέρβαση των
εθνικών ταυτοτήτων –και μάλιστα, με συναίνεση και δημοκρατικές
διαδικασίες. Οι πολίτες της Ε.Ε. προσπαθούν να οικοδομήσουν μιαν νέα
συλλογικότητα, την Ευρωπαϊκή, που δεν θα ακυρώνει τις εθνικές τους
ευαισθησίες.
Στο πλαίσιο της αναζήτησης του καλύτερου υποδείγματος για την σύζευξη της
διεύρυνσης με την θεσμική εμβάθυνση της Ε.Ε., έχει αναπτυχθεί μια
αντίληψη σύμφωνα με την οποία τα σημερινά κράτη-μέλη θα προχωρήσουν προς
βαθύτερες μορφές ενοποίησης ενώ, παράλληλα, οι υποψήφιες προς ένταξη
σήμερα χώρες θα διατηρούν μιαν μορφή πολυμερούς συνεργασίας της Ε.Ε. είτε μιαν μορφή Ευρωπαϊκής ζώνης ελευθέρων συναλλαγών.[12]
Η
εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση οφείλει, στο πλαίσιο της «μεταβλητής
γεωμετρίας» και υπό τους όρους που αναπτύχθηκαν προηγουμένως, να
διαδραματίσει μελλοντικά έναν ευρύτερο ρόλο στην δική της σφαίρα
επιρροής, τα Βαλκάνια, ώστε
να προσελκύσει τις χώρες της περιοχής στην Ε.Ε. Η ελληνική πολιτική
ηγεσία έως πρόσφατα (και ειδικά την περίοδο 1981-89 και 1994-95) ηρνείτο να
διαπραγματευεθί με σθένος για το συμφέρον των Ελλήνων πολιτών, είχε
υϊοθετήσει κατά παράλογο τρόπο μιαν αντιευρωπαϊκή αντίληψη, παραχωρούσε
διαρκώς δίχως ανταλλάγματα τα διαπραγματευτικά όπλα που είχε αποκτήσει από
την συμμετοχή της στην Ε.Ε., δεν τολμούσε να δημιουργήσει συμμαχικούς
συνασπισμούς ούτε με τα μεγάλα ούτε με τα μικρότερα κράτη της Ε.Ε. και,
τέλος, δεν ασκούσε περιφερειακή πολιτική σταθερότητας και οικονομικής
διείσδυσης στην Βαλκανική.
Η κυβέρνηση Σημίτη στρέφεται δειλά προς την σωστή κατεύθυνση (εάν κριθεί η αξιόλογη διαπραγματευτική της παρουσία στην Σύνοδο του Άμστερνταμ)[13] με
αποτέλεσμα, ακόμη και δίχως ολοκληρωμένη πολιτική, να αποκτά η Ελλάδα
ευρωπαϊκά ερείσματα, να δημιουργεί σταδιακά συμμαχίες και να είναι
παρούσα στις εξελίξεις. Χρειάζεται, πάντως, να γίνεται και η σωστή
κατανόηση και ερμηνεία των ευρωπαϊκών εξελίξεων ώστε να μην επαναληφθεί
το φαινόμενο κυβέρνησης και αντιπολίτευσης να επικροτούν εκ των υστέρων
όσοα αρχικά απέρριπταν σε ρητορικό επίπεδο (π.χ. ένταξη στην ΕΟΚ γενικής ρήτρας ευελιξίας).
Η συγκυρία ευνοεί την ελληνική διπλωματία καθώς, μάλιστα, δεν θα αργήσει ένα δεύτερο ελληνικό κράτος να ενταχθεί στην Ε.Ε.
Η
πραγματικότητα, επομένως, επιβάλλει να δημιουργηθεί κλίμα συναίνεσης
γύρω από βασικές στρατηγικές επιδιώξεις της ελληνικής διπλωματίας, να
αρθούν οι διαχωριστικές γραμμές και να λησμονηθούν ιδεολογικές αγκυλώσεις και συμπλέγματα περασμένων δεκαετιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
“L’ INTEGRATION DIFFERENCIEE”, INSTITUTE D’ ETUDES EUROPEENES, ULB, BRUXELLES, 1986.
“AGENCE
EUROPE DOCUMENTS: REFLEXIONS SUR LA POLITIQUE EUROPEENE/DOCUMENT DU
GROUPE PARLEMENTAIRE CDU/CSU DU PARLEMENT ALLEMAND SUR L’ AVENIR DE L’
UNIFICATION EUROPEENE” No. 1895/96, 7/9/94.
«Η
ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ Ε.Ε.», ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗ ΔΗΜ. ΤΣΑΤΣΟΥ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,
«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 9/2/1995.
«ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ», ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 1/12/1994.
«ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ Ε.Ε.» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΡΕ 203.601, 10/12/1993
“ENLARGED COMMUNITY: INSTITUTIONAL ADAPTIONS” ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, WORKING PAPER 17, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 1992.
«ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ Ε.Ε.» ΗΛΙΑ ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗ, ΕΚΔ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1995.
“BEYOND MAASTRICHT: THE ISSUES AT STAKE IN THE 1996 IGC”, THE PHILIP MORRIS INSTITUTE, THE SORBONNE-PARISJANUARY 31, 1995.
“EUROPEAN UNION: REPORT BY MR. LEO TINDEMANS TO THE EUROPEAN COUNCIL”, 29/12/1975, Bulletin of the European Communities.
«Η ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗ ΘΕΣΜΟΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ», ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΜΚΟΥ, ΕΚΔ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ.
«ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ», ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ, ΕΚΔ. 1995, ΘΕΜΕΛΙΟ.
“PREPARING FOR 1996 AND A LARGER E.U.” PETER LUDLOW, CEPS, BRUSSELS, 1995.
«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ Ε.Ε. ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ», ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ, ΕΚΔ. ΙΟΒΕ 1995.
“WHAT FUTURE FOR THE EUROPEAN COMMISSION?” E. DAVIGNON, N. ERSBOLL, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ 1995, ΤΗΕ PHILIP MORRIS INSTITUTE.
«ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» Ν. ΣΚΑΝΔΑΜΗ, ΕΚΔ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 1994.
“LA REVISION DES DISPOSITIONS FINANCIERES DU TRAITE”, ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΡ. 11 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1994.
“DOCUMENT REVISE POUR LE GROUPE DE TRAVAIL SUL LA CIG”, ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1995.
«ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ», ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, 5/12/1995, SN 520/1/95 REV 1.
«ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ 16/12/95, SN 400/95.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΟΥ ΒΕΝΤΟΤΕΝΕ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ
Ι.- Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ο
σύγχρονος πολιτισμός έχει θεμελιωθεί πάνω στην αρχή της ελευθερίας.
Σύμφωνα με αυτή ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι ένα απλό όργανο στην
υπηρεσία ενός άλλου ανθρώπου, αλλά ένα αυτόνομο κέντρο ζωής. Όλες οι
πλευρές του κοινωνικού βίου που δεν σεβάστηκαν την αρχή αυτή, στο
πλαίσιο μιας μεγαλειώδους ιστορικής διαδικασίας, τέθηκαν σε δοκιμασία:
1ον) Καθιερώθηκε το ίσο δικαίωμα όλων των εθνών να οργανώνονται σε ανεξάρτητα κράτη.
Κάθε
λαός, με τα δικά του εθνικά, γεωγραφικά, γλωσσικά και ιστορικά
χαρακτηριστικά, έπρεπε να αναζητήσει στην κρατική οντότητα που
δημιούργησε, σύμφωνα με τη δική του ιδιαίτερη αντίληψη της πολιτικής
ζωής, τον μηχανισμό που θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του, χωρίς
καμία ξένη παρέμβαση. Εφαλτήριο για την πρόοδο αυτή στάθηκε η ιδεολογία
της εθνικής ανεξαρτησίας. Συνέβαλε στο ξεπέρασμα του ευτελούς
τοπικισμού και συνεπώς στην ευρύτερη συσπείρωση ενάντια στην καταπίεση
του ξένου δυνάστη. Εξάλειψε πολλούς από τους φραγμούς που εμπόδιζαν την
κυκλοφορία των ανθρώπων και των εμπορευμάτων. Μετέδωσε στους πιο
καθυστερημένους πληθυσμούς κάθε νέου κράτους τους θεσμούς και τη δομή
των πιο πολιτισμένων πληθυσμιακών ομάδων. Ταυτόχρονα όμως έριξε τον
σπόρο του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, που είδε η γενιά μας να
γιγαντώνεται, έως το σημείο να σχηματιστούν ολοκληρωτικά κράτη και να
ξεσπάσουν παγκόσμιοι πόλεμοι.
Το
έθνος δεν θεωρείται πια ως το ιστορικό προϊόν της συμβίωσης ανθρώπων
που χάρη σε μια μακρά διαδικασία έφθασαν σε έναν μεγαλύτερο συγκερασμό
εθίμων και προσδοκιών και βρίσκουν τώρα στο κράτος την
αποτελεσματικότερη μορφή οργάνωσης του συλλογικού τους βίου στο πλαίσιο
όλης της ανθρωπότητας.
Αντίθετα,
εξελίχθηκε σε μια θεϊκή οντότητα, σε έναν οργανισμό που πρέπει να
σκέπτεται μόνο τη δική του ύπαρξη και ανάπτυξη χωρίς να ενδιαφέρεται στο
ελάχιστο για τη ζημία που μπορεί να προξενήσει στα άλλα έθνη.
Η
απόλυτη αυτοδυναμία των εθνικών κρατών οδήγησε στην ανάπτυξη
επεκτατικών τάσεων. Κάθε κράτος αισθανόταν να απειλείται από την ισχύ
των άλλων και θεωρούσε ως «ζωτικό χώρο» όλο και πιο μεγάλες περιοχές που
του επέτρεπαν να κινείται ελεύθερα και να εξασφαλίζει την ευημερία του
χωρίς να εξαρτάται από κανένα άλλο. Αυτή η επιθυμία για κυριαρχία δεν
μπορούσε να κορεστεί παρά μόνο με την ηγεμονία του ισχυρότερου κράτους
πάνω σε όλα τα άλλα.
Ως
επακόλουθο, το κράτος, από θεματοφύλακας της ελευθερίας των πολιτών,
μεταμορφώθηκε σε δεσπότη υπηκόων εν υπηρεσία, με όλες τις εξουσίες για
να αντλεί τη μέγιστη πολεμική απόδοση. Ακόμα και σε περιόδους ειρήνης,
που στην πραγματικότητα αποτελούν ανάπαυλα για την προετοιμασία των
επόμενων αναπόφευκτων συγκρούσεων, η βούληση της στρατιωτικής τάξης
υπερισχύει σε πολλές χώρες εκείνης της αστικής και καθιστά όλο και
δυσκολότερη τη λειτουργία των ελεύθερων πολιτευμάτων: το σχολείο, οι
επιστήμες, η παραγωγή, η διοίκηση, προσανατολίζονται κυρίως στην
ενίσχυση του πολεμικού δυναμικού. Οι μητέρες χρησιμοποιούνται για
αναπαραγωγή στρατιωτών και ανταμείβονται κατά συνέπεια με τα ίδια
κριτήρια που βραβεύονται στις εκθέσεις τα γονιμότερα ζώα. Τα παιδιά
εκπαιδεύονται από την πιο τρυφερή ηλικία στα όπλα και στο μίσος προς
τους ξένους. Από τη στιγμή που όλα στρατιωτικοποιούνται και όλοι
καλούνται συνεχώς να υπηρετούν στον στρατό, καταργούνται και οι ατομικές
ελευθερίες. Οι συνεχείς πόλεμοι οδηγούν στην εγκατάλειψη της
οικογένειας, της δουλειάς, των περιουσιών, και στη θυσία της ίδιας της
ζωής για σκοπούς των οποίων κανείς δεν αντιλαμβάνεται πραγματικά την
αξία. Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για δεκαετίες προκειμένου να
αυξηθεί η συλλογική ευημερία καταστρέφονται μέσα σε λίγες ημέρες.
Τα
ολοκληρωτικά κράτη είναι εκείνα που κατάφεραν συντονίσουν με τον πιο
πρόσφορο τρόπο όλες τις κοινωνικές δυνάμεις. Ενεργοποίησαν στο έπακρο
τον συγκεντρωτισμό και την πολιτική αυτάρκειας και απέδειξαν συνεπώς ότι
είναι οι πιο ευπροσάρμοστοι οργανισμοί στο σημερινό διεθνές
περιβάλλον. Αρκεί κάποιο έθνος να κάνει ένα βήμα προς έναν πιο έντονο
ολοκληρωτισμό για να παρασυρθούν και τα υπόλοιπα στην ίδια πορεία από
τη θέληση να επιβιώσουν.
2ον) Καθιερώθηκε το ίσο δικαίωμα όλων των πολιτών στη διαμόρφωση της κρατικής βούλησης.
Η
βούληση αυτή έπρεπε να αποτελεί τη συνισταμένη των ευμετάβλητων
οικονομικών και ιδεολογικών αναγκών όλων των κοινωνικών κατηγοριών που
εκφράζονταν ελεύθερα. Αυτή η πολιτική οργάνωση επέτρεψε να διορθωθούν ή
τουλάχιστον να αμβλυνθούν πολλές από τις πιο κραυγαλέες κληρονομικές
αδικίες των καθεστώτων του παρελθόντος. Επιπλέον, η ελευθερία του Τύπου
και του συνέρχεσθαι και η προοδευτική επέκταση του δικαιώματος ψήφου
καθιστούσαν όλο και πιο δυσχερή την υπεράσπιση των παλαιών προνομίων και
συνέβαλαν στη διατήρηση του αντιπροσωπευτικού συστήματος.
Οι
άποροι έμαθαν σιγά-σιγά να χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά για να επιτεθούν
στα κεκτημένα δικαιώματα των ευπόρων. Οι κοινωνικοί φόροι στα
εισοδήματα που δεν είχαν προκύψει από εργασία και τις κληρονομιές, τα
κλιμακωτά ποσοστά φορολόγησης των μεγάλων περιουσιών, η εξαίρεση των
κατώτερων εισοδημάτων και των αγαθών πρώτης ανάγκης, η δωρεάν σχολική
εκπαίδευση, η αύξηση των δαπανών κοινωνικής αρωγής και πρόνοιας, οι
αγροτικές μεταρρυθμίσεις, ο έλεγχος των εργοστασίων, απειλούσαν τις
προνομιούχες τάξεις στα καλύτερα οχυρωμένα κάστρα τους.
Ακόμα
και οι προνομιούχες τάξεις που είχαν δεχτεί να επικρατήσει η ισότητα
των πολιτικών δικαιωμάτων δεν μπορούσαν να παραδεχθούν ότι οι τάξεις των
απόκληρων θα τα χρησιμοποιούσαν για να επιδιώξουν στην πράξη την
ισότητα εκείνη που θα έδινε στα δικαιώματα αυτά συγκεκριμένο περιεχόμενο
πραγματικής ελευθερίας. Όταν, μετά το τέλος του 1ου Παγκόσμιου
Πολέμου, η απειλή έγινε πάρα πολύ σοβαρή, ήταν φυσικό οι τάξεις αυτές
να χειροκροτήσουν θερμά και να υποστηρίξουν την εγκαθίδρυση δικτατοριών
που αφαίρεσαν τα νόμιμα όπλα από τα χέρια των αντιπάλων τους.
Από
την άλλη πλευρά, ο σχηματισμός γιγαντιαίων βιομηχανικών και τραπεζικών
συγκροτημάτων και συνδικάτων που κάτω από ενιαία καθοδήγηση συνένωναν
ολόκληρους στρατούς εργαζόμενων, συνδικάτων και συγκροτημάτων που
πίεζαν τις κυβερνήσεις για να επιτύχουν την πολιτική που ανταποκρινόταν
καλύτερα στα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, απειλούσε να διαιρέσει το ίδιο
το κράτος σε ανάλογες οικονομικές βαρωνίες σε έντονη διαμάχη μεταξύ
τους. Τα φιλελευθερο-δημοκρατικά πολιτεύματα, που είχαν καταστεί το
εργαλείο για να εκμεταλλεύονται καλύτερα οι ομάδες αυτές ολόκληρο το
κοινωνικό σύνολο, έχαναν όλο και περισσότερο το κύρος τους και έτσι
διαχεόταν η πεποίθηση ότι μόνο το ολοκληρωτικό κράτος, που θα καταργούσε
τις λαϊκές ελευθερίες, θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να επιλύσει τη
σύγκρουση συμφερόντων που οι πολιτικοί θεσμοί δεν κατάφερναν πια να
εμποδίσουν.
Εκ
των πραγμάτων, στη συνέχεια, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα εδραίωσαν εν
γένει τη θέση των διάφορων κοινωνικών κατηγοριών στα επίπεδα που είχαν
φθάσει βαθμιαία προηγουμένως και απέκλεισαν, με τον αστυνομικό έλεγχο
της ζωής των πολιτών και με τη βίαιη εξάλειψη όλων των αντιφρονούντων,
κάθε νόμιμη δυνατότητα να διορθωθεί περαιτέρω η κατάσταση.
Εξασφαλίστηκε
έτσι η επιβίωση των απόλυτα παρασιτικών τάξεων των άεργων γαιοκτημόνων
και των εισοδηματιών που συμβάλλουν στην κοινωνική παραγωγή
πηγαίνοντας μόνο να εισπράξουν τα μερίσματα από τους τίτλους τους. Των
μονοπωλίων και των αλυσίδων που εκμεταλλεύονται τους καταναλωτές και
εξανεμίζουν τις οικονομίες των μικροαποταμιευτών. Των πλουτοκρατών που
κινούν παρασκηνιακά τους πολιτικούς σαν μαριονέττες για να κατευθύνουν
όλον τον κρατικό μηχανισμό προς το ιδικό τους αποκλειστικά όφελος με τη
δικαιολογία ότι εξυπηρετούν ανώτερα εθνικά συμφέροντα. Διατηρήθηκαν οι
κολοσσιαίες περιουσίες των λίγων και η μιζέρια των μεγάλων μαζών, που
αποκλείστηκαν από κάθε δυνατότητα να απολαύσουν τους καρπούς του
σύγχρονου πολιτισμού. Διασώθηκε ουσιαστικά ένα οικονομικό καθεστώς στο
οποίο τα υλικά αποθέματα και οι δυνάμεις της εργασίας, αντί να
χρησιμοποιούνται για να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου,
τις απαραίτητες για την ανάπτυξη της ζωτικής του ενέργειας,
κατευθύνονται για να ικανοποιήσουν τις πιο κενές επιθυμίες των
πλουσιότερων. Διασώθηκε ένα οικονομικό καθεστώς το οποίο διαιωνίζει τη
δύναμη του χρήματος στο πλαίσιο της ίδιας κοινωνικής τάξης, με το
κληρονομικό δικαίωμα να μετατρέπεται σε προνόμιο χωρίς καμία αντιστοιχία
με την κοινωνική αξία τής πραγματικά προσφερόμενης υπηρεσίας. Το πεδίο
των προλεταριακών δυνατοτήτων συρρικνώθηκε τόσο πολύ, ώστε οι
εργαζόμενοι, για να επιβιώσουν, αναγκάστηκαν συχνά να παραδοθούν στην
εκμετάλλευση όποιου τους προσέφερε οποιαδήποτε ευκαιρία απασχόλησης.
Τα
συνδικάτα, για να κρατούν ακίνητη και υπάκουη την εργατική τάξη, έχουν
μετατραπεί από ελεύθεροι οργανισμοί πάλης, κατευθυνόμενοι από άτομα
που απόλαυαν της εμπιστοσύνης των εταίρων, σε όργανα αστυνομικής
εποπτείας υπό τη διοίκηση υπαλλήλων που επιλέγονται από την άρχουσα
τάξη και που είναι υπόλογοι μόνο απέναντι σε αυτή. Εάν κάποια διόρθωση
τύχει να γίνει σε ένα τέτοιο οικονομικό καθεστώς, υπαγορεύεται πάντα
μόνο από μιλιταριστικές ανάγκες που συνάδουν με τις αντιδραστικές
προσδοκίες των προνομιούχων τάξεων όσον αφορά την ανάδυση και εδραίωση
των ολοκληρωτικών κρατών.
3ον) Ενάντια στον αυταρχικό δογματισμό ορθώθηκε η πάγια αξία του κριτικού πνεύματος.
Οποιοσδήποτε
ισχυρισμός ή έπρεπε να διασταυρώνεται ή να καταρρέει. Στη μεθοδικότητα
αυτής της απροκατάληπτης στάσης οφείλονται οι μείζονες κατακτήσεις της
κοινωνίας μας σε κάθε πεδίο. Η πνευματική όμως αυτή ελευθερία δεν
άντεξε στην κρίση που έφερε στην επιφάνεια τα ολοκληρωτικά κράτη. Νέα
δόγματα, που έγιναν δεκτά είτε από πεποίθηση είτε από υποκρισία,
κυριάρχησαν σε όλες τις επιστήμες.
Μολονότι
κανένας δεν γνωρίζει τι είναι μια φυλή, που ακόμη και η πιο
στοιχειώδης ιστορική γνώση μπορεί να αποδείξει πόσο παράλογη είναι η
έννοια αυτή, απαιτείται από τους φυσιολόγους να πιστέψουν, να
αποδείξουν και να πείσουν ότι ανήκουμε σε μια εκλεκτή φυλή μόνον επειδή
ο ιμπεριαλισμός χρειάζεται τον μύθο αυτό για να εξάψει στις μάζες το
μίσος και την αλαζονεία. Οι πιο προφανείς έννοιες της οικονομικής
επιστήμης μεταβάλλονται σε αναθέματα προκειμένου να προβληθούν η
πολιτική της αυτάρκειας, των ισοζυγισμένων ανταλλαγών και των άλλων
παλιών όπλων του μερκαντιλισμού, ως οι σημαντικές ανακαλύψεις των
καιρών μας. Λόγω της οικονομικής αλληλεξάρτησης όλων των χωρών του
κόσμου, ο πλανήτης αποτελεί στο σύνολό του ζωτικό χώρο για κάθε λαό που
θέλει να διατηρήσει το επίπεδο ζωής που αντιστοιχεί στη σύγχρονη
πολιτισμική κατάσταση. Δημιουργήθηκε όμως η ψευδοεπιστήμη της
γεωπολιτικής για να δοθεί υπόσταση στη θεωρία των ζωτικών χώρων και να
επενδυθεί θεωρητικά η βούληση του ιμπεριαλισμού για ηγεμονία.
Τα
κύρια στοιχεία της ιστορίας πλαστογραφούνται σύμφωνα με τα συμφέροντα
της άρχουσας τάξης. Κάθε μη ορθόδοξο πόνημα αποβάλλεται από τις
βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία. Ο σκοταδισμός απειλεί και πάλι να
καταπνίξει το ανθρώπινο πνεύμα. Υπονομεύεται η ίδια η κοινωνική ηθική
της ελευθερίας και της ισότητας. Οι άνθρωποι δεν θεωρούνται πλέον
ελεύθεροι πολίτες που αξιοποιούν το κράτος για να επιτύχουν ευκολότερα
τους συλλογικούς τους στόχους. Γίνονται υπηρέτες του κράτους το οποίο
καθορίζει ποιοι πρέπει να είναι οι στόχοι τους και ως κρατική βούληση
υιοθετείται βεβαίως η βούληση όσων κατέχουν την εξουσία. Οι άνθρωποι δεν
είναι πια υποκείμενα δικαίου, αλλά, ιεραρχικά καταταγμένοι,
υποχρεούνται να υπακούουν χωρίς αντίρρηση στις ανώτερες αρχές που
κορυφώνονται σε μία αρχηγία δεόντως θεοποιημένη.
Το καθεστώς των φατριών αναγεννιέται δυναμικά από τις στάχτες του.
Αυτός
ο αντιδραστικός ολοκληρωτικός πολιτισμός, αφού θριάμβευσε σε διάφορες
χώρες, βρήκε τελικά στη ναζιστική Γερμανία τη δύναμη που εκτίμησε ότι
μπορούσε να επιφέρει το τελικό κτύπημα. Μετά από μία σχολαστική
προετοιμασία, εκμεταλλευόμενος με θράσος και χωρίς ενδοιασμό, έχθρες,
εγωισμούς και τη βλακεία των άλλων, παρασύροντας πίσω του άλλα υποτελή
ευρωπαϊκά κράτη - πρώτο μεταξύ των οποίων την Ιταλία - και συμμαχώντας
με την Ιαπωνία, η οποία επιδιώκει τους ίδιους στόχους στην Ασία, ρίχτηκε
στο έργο της επικυριαρχίας. Η νίκη του θα σήμαινε την οριστική
εδραίωση του ολοκληρωτισμού στον κόσμο. Όλα του τα χαρακτηριστικά θα
εντείνονταν στον υπέρτατο βαθμό και οι προοδευτικές δυνάμεις θα
καταδικάζονταν για πολύ καιρό σε μία απλή αρνητική στάση.
Η
παραδοσιακή αλαζονεία και αδιαλλαξία της γερμανικής στρατιωτικής τάξης
μπορεί να μας δώσει ήδη μιαν ιδέα για το ποιόν της κυριαρχίας της μετά
από ένα νικηφόρο πόλεμο. Οι Γερμανοί, ως νικητές, θα μπορούσαν να
επιτρέψουν και κάποιο πρόσχημα γενναιοδωρίας προς τους άλλους
ευρωπαϊκούς λαούς. Να σεβαστούν τυπικά τα εδάφη τους και τους πολιτικούς
θεσμούς τους και να κυβερνήσουν με τρόπο που να ικανοποιεί το βλακώδες
πατριωτικό συναίσθημα εκείνων που κοιτούν τα χρώματα των συνοριακών
στύλων και την εθνικότητα των πολιτικών προσώπων που παρουσιάζονται στο
προσκήνιο, αντί για τον συσχετισμό των δυνάμεων και το πραγματικό
περιεχόμενο των κρατικών δομών. Όπως όμως και να παραλλάξουν την
κυριαρχία τους η πραγματικότητα θα είναι πάντα η αυτή: μια νέα διαίρεση
της ανθρωπότητας σε Σπαρτιάτες και Είλωτες.
Ακόμη
και να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών, ο
ολοκληρωτισμός θα έχει κάνει ένα επιπλέον βήμα μπροστά, καθώς όλες οι
χώρες που θα ξεφύγουν από τον εναγκαλισμό της Γερμανίας, θα αναγκαστούν
να υιοθετήσουν την ίδια μορφή πολιτικής οργάνωσης και να προετοιμαστούν
κατάλληλα εκ νέου για πόλεμο.
Αν
όμως η χιτλερική Γερμανία κατάφερε να νικήσει το ένα μετά το άλλο τα
μικρά κράτη, με τη δράση της ανάγκασε να κατέβουν στην κονίστρα όλο και
πιο μεγάλες δυνάμεις. Η θαρραλέα μαχητικότητα της Μεγάλης Βρετανίας,
που κράτησε κεφάλι στον εχθρό ακόμη και τη στιγμή που έμεινε μόνη,
εξώθησε τους Γερμανούς να προσκρούσουν στη γενναία αντίσταση του
σοβιετικού στρατού και έδωσε χρόνο στην Αμερική να θέσει σε κίνηση τις
αστείρευτες παραγωγικές της πηγές. Ο αγώνας αυτός ενάντια στον
γερμανικό ιμπεριαλισμό συνδέεται στενά με τον αγώνα που διεξάγει ο
κινεζικός λαός ενάντια στον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό.
Τεράστιες
μάζες ανθρώπων και πλούτου έχουν ήδη παραταχτεί απέναντι από τις
ολοκληρωτικές δυνάμεις. Οι τελευταίες έχουν φθάσει στο ανώτερο σημείο
των δυνατοτήτων τους και δεν μπορούν πλέον παρά να φθαρούν βαθμιαία. Οι
αντίπαλες δυνάμεις έχουν αντίθετα ξεπεράσει το σημείο της μέγιστης
ύφεσης και βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης.
Ο
πόλεμος των συμμάχων ξυπνάει κάθε μέρα όλο και περισσότερο την
επιθυμία για απελευθέρωση, ακόμη και στις χώρες που είχαν υποκύψει στη
βία και είχαν καταπτοηθεί από το πλήγμα που είχαν δεχθεί. Ξυπνάει έως
και τη βούληση των ίδιων των λαών των δυνάμεων του Άξονα, οι οποίοι
αντιλαμβάνονται ότι παρασύρθηκαν σε μια απελπιστική κατάσταση μόνο για
να ικανοποιήσουν τον πόθο των ηγετών τους για κυριαρχία.
Η
αργή διαδικασία χάρη στην οποία τεράστιες μάζες ανθρώπων αφήνονταν
παθητικά να διαμορφωθούν από το νέο καθεστώς, προσαρμοζόμενες και
συνεισφέρουσες έτσι στην εδραίωσή του, έχει ανακοπεί. Απεναντίας έχει
αρχίσει η αντίστροφη διαδικασία. Σε αυτό το τεράστιο κύμα που ορθώνεται
αργά βρίσκονται όλες οι προοδευτικές δυνάμεις: τα πιο φωτισμένα τμήματα
των εργατικών τάξεων που δεν παρασύρθηκαν από τον τρόμο και τις
απατηλές υποσχέσεις στην αναζήτηση ενός ανώτερου τρόπου ζωής, τα πιο
συνειδητοποιημένα στοιχεία των τάξεων των διανοούμενων, που φέρουν
βαρέως την υποβάθμιση στην οποία υποβάλλεται η διανόηση, επιχειρηματίες
που αισθάνονται ικανοί για νέες πρωτοβουλίες και θα ήθελαν να
αποδεσμευτούν από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και την πολιτική
εθνικής αυτάρκειας που εμποδίζουν κάθε τους κίνηση. Όλοι αυτοί τέλος που
από ένα έμφυτο συναίσθημα αξιοπρέπειας δεν κάμπτουν τη σπονδυλική
στήλη στην ταπείνωση της σκλαβιάς.
Σε όλες αυτές τις δυνάμεις εμπιστευόμαστε σήμερα τη σωτηρία του πολιτισμού μας.
ΙΙ.- ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Η ήττα όμως της Γερμανίας δεν θα οδηγήσει αυτόματα στην αναδιάταξη της Ευρώπης σύμφωνα με το δικό μας πολιτισμικό ιδεώδες.
Στη
σύντομη περίοδο της γενικής κρίσης (κατά την οποία τα κράτη θα έχουν
σωριαστεί σε ερείπια και οι λαϊκές μάζες θα αναμένουν εναγωνίως τον νέο
λόγο, αποτελώντας ύλη ακατέργαστη, διάπυρη και επιδεκτική να
διαμορφωθεί σε νέα σχήματα, έτοιμα να υποδεχτούν την ηγεσία σοβαρών
διεθνιστών), οι πιο προνομιούχες τάξεις των παλαιών εθνικών συστημάτων
θα επιδιώξουν με δόλο ή με τη βία να μετριάσουν το κύμα των
διεθνιστικών αισθημάτων και πόθων και θα βαλθούν επιδεικτικά να
ανασυγκροτήσουν τις παλαιές κρατικές οργανωτικές δομές. Είναι μάλιστα
πιθανό να προσπαθήσουν να εξωθήσουν τα πράγματα προς αυτή την
κατεύθυνση και οι εγγλέζοι ιθύνοντες, ίσως σε συμφωνία με τους
Αμερικανούς, για να εφαρμόσουν και πάλι την πολιτική της ισορροπίας των
εξουσιών, προς το άμεσο προφανώς συμφέρον των αυτοκρατοριών τους.
Οι
συντηρητικές δυνάμεις, δηλαδή η ηγεσία των βασικών θεσμικών οργάνων
των εθνικών κρατών, τα ανώτερα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, με
επικεφαλής, εκεί όπου υπάρχουν, τις μοναρχίες, οι ομάδες εκείνες του
μονοπωλιακού καπιταλισμού που έχουν συνδέσει τις τύχες των κερδών τους
με τις τύχες των κρατών, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και η υψηλή
εκκλησιαστική ιεραρχία που μόνο από μια σταθερή συντηρητική κοινωνία
μπορεί να εξασφαλίσει τα παρασιτικά της έσοδα, και πίσω τους όλο το
αναρίθμητο πλήθος εκείνων που εξαρτώνται από αυτούς ή που έχουν μόνο
θαμπωθεί από την παραδοσιακή τους εξουσία: όλες αυτές οι αντιδραστικές
δυνάμεις αισθάνονται σήμερα το οικοδόμημα να τρίζει και ψάχνουν τρόπους
να διασωθούν. Η κατάρρευση θα τους στερήσει μονομιάς όλες τις
εγγυήσεις που είχαν μέχρι σήμερα και θα τις αφήσει έκθετες στην έφοδο
των προοδευτικών δυνάμεων.
Η επαναστατική κατάσταση: παλαιά και νέα ρεύματα
Η
πτώση των ολοκληρωτικών καθεστώτων θα σημάνει συναισθηματικά για
ολόκληρους λαούς την έλευση της «ελευθερίας». Θα αρθεί κάθε εμπόδιο και
αυτομάτως θα επικρατήσουν ευρύτατες ελευθερίες του λόγου και του
συνέρχεσθαι. Θα είναι ο θρίαμβος των δημοκρατικών τάσεων. Με αναρίθμητες
παραλλαγές. Από έναν πολύ συντηρητικό φιλελευθερισμό έως τον
σοσιαλισμό και την αναρχία. Οι δημοκρατικοί πιστεύουν στην «αυθόρμητη
δημιουργία» των γεγονότων και των θεσμικών οργάνων, στην απόλυτη
καλοσύνη των κινήτρων που έρχονται από τα κάτω. Δεν θέλουν να εκβιάσουν
την «ιστορία», τον «λαό», το «προλεταριάτο» ή όπως αλλιώς αποκαλούν
τον Θεό τους. Προοιωνίζονται το τέλος των δικτατοριών, το φαντάζονται
ως ανταπόδοση στον λαό των απαράγραπτων δικαιωμάτων αυτοδιάθεσης. Τα
όνειρά τους θα εκπληρωθούν με τη σύγκληση μιας συντακτικής συνέλευσης,
εκλεγμένης από την πιο ευρεία εκλογική βάση και με τον πιο σχολαστικό
σεβασμό του δικαιώματος των ψηφοφόρων, η οποία θα αποφασίσει τι είδους
σύνταγμα θα παραγάγει.
Εάν
ο λαός είναι ανώριμος, θα παραγάγει ένα κακό σύνταγμα το οποίο θα
καταστεί δυνατό να διορθωθεί μόνο μέσω ενός διαρκούς αγώνα πειθούς.
Οι
δημοκρατικοί δεν απορρίπτουν τη βία ως αρχή. Θέλουν να τη
χρησιμοποιούν μόνο όταν η πλειονότητα είναι πεπεισμένη για την
αναγκαιότητά της. Δηλαδή ακριβώς όταν η κατάσταση φτάσει στο
απροχώρητο. Ως εκ τούτου είναι κατάλληλοι να κυβερνούν μόνο σε
περιόδους ομαλότητας, κατά τις οποίες ένας λαός είναι στο σύνολό του
πεπεισμένος για την καλή ποιότητα των βασικών θεσμών, που πρέπει να
διορθώνονται μόνο σε σχετικά δευτερεύοντα σημεία. Σε επαναστατικές
εποχές, κατά τις οποίες οι θεσμοί δεν πρέπει απλώς να χρήζουν
διαχείρισης αλλά να δημιουργούνται, η δημοκρατική πρακτική αποτυγχάνει
παταγωδώς. Η αξιολύπητη αδυναμία των δημοκρατικών κατά τη ρωσική, τη
γερμανική και την ισπανική επανάσταση προσφέρει τρία από τα πιο
πρόσφατα παραδείγματα. Σε τέτοιες καταστάσεις, μετά τη διάλυση του
παλαιού κρατικού μηχανισμού, με τους νόμους του και τη διοίκησή του,
ξεφυτρώνουν αμέσως είτε με ομοιότητες προς την παλαιά νομιμότητα είτε
περιφρονώντας την, ένα πλήθος συνελεύσεων και λαϊκών αντιπροσωπειών
στις οποίες συγκλίνουν και δραστηριοποιούνται όλες οι προοδευτικές
κοινωνικές δυνάμεις. Ο λαός έχει μεν ορισμένες βασικές ανάγκες να
ικανοποιήσει αλλά δεν γνωρίζει με ακρίβεια τι θέλει και πως να το
κάνει. Στα αυτιά του ηχούν χίλιες καμπάνες. Τα εκατομμύρια κεφάλια του
δεν καταφέρνουν να προσανατολιστούν και αποσυντίθενται σε ένα πλήθος
αντικρουόμενων μεταξύ τους τάσεων.
Τη
στιγμή που χρειάζεται η μέγιστη αποφασιστικότητα και τόλμη, οι
δημοκρατικοί, επειδή δεν υποστηρίζονται από μια αυθόρμητη λαϊκή
συναίνεση, αλλά μόνο από ένα θολό συνονθύλευμα παθών, αισθάνονται
χαμένοι. Σκέπτονται ότι χρέος τους είναι να δημιουργήσουν αυτή τη
συναίνεση και παρουσιάζονται ως ιεροκήρυκες την ώρα που χρειάζονται
αρχηγοί για να οδηγήσουν, γνωρίζοντας που θα φθάσουν. Χάνουν τις
ευνοϊκές συγκυρίες για να εδραιώσουν το νέο καθεστώς, επιδιώκοντας να
θέσουν αμέσως σε λειτουργία μηχανισμούς που είναι κατάλληλοι μόνο για
περιόδους σχετικής ομαλότητας, ενώ απαιτείται μακρά προετοιμασία.
Παρέχουν στους αντιπάλους τους τα όπλα τα οποία στη συνέχεια εκείνοι
χρησιμοποιούν για να τους ανατρέψουν. Εκπροσωπούν εντέλει, στις χίλιες
τάσεις τους, όχι πια τη βούληση για ανανέωση, αλλά τις συγκεχυμένες
επιθυμίες που βασιλεύουν σε κάθε νου, οι οποίες, αυτοαναιρούμενες,
προετοιμάζουν το πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της αντίδρασης.
Η δημοκρατική πολιτική μεθοδολογία θα είναι βάρος κατά την επαναστατική κρίση.
Όταν
οι δημοκρατικοί θα έχουν αναλώσει σε λογομαχίες τις πρώτες λαϊκές
συμπάθειες που είχαν κερδίσει ως εγγυητές της ελευθερίας, χάνοντας κάθε
σοβαρή πολιτική και κοινωνική επανάσταση, θα ανασυνταχθούν αναπόφευκτα
οι προ-ολοκληρωτικοί πολιτικοί θεσμοί και ο αγώνας θα επιστρέψει στα
παλαιά πρότυπα των αντιμαχόμενων τάξεων.
Η
αρχή σύμφωνα με την οποία η πάλη των τάξεων είναι ο όρος που συνοψίζει
όλα τα πολιτικά προβλήματα, αποτέλεσε τη βασική θέση ειδικά των
εργοστασιακών εργατών και χρησίμευσε για να προσδώσει ουσία στην
πολιτική τους έως ότου δεν έμπαιναν υπό αμφισβήτηση οι θεμελιώδεις
θεσμοί. Όταν όμως εξ ανάγκης επιβάλλεται η μεταρρύθμιση όλης της
κοινωνικής οργάνωσης, η αρχή αυτή μετατρέπεται σε εργαλείο απομόνωσης
του προλεταριάτου. Οι εργάτες, ταξικά διαμορφωμένοι, δεν βλέπουν παρά
μόνο τις ιδιαίτερές τους ταξικές ή ακόμη και κλαδικές διεκδικήσεις. Είτε
δεν μεριμνούν για το πώς θα τις συνδέσουν με τα συμφέροντα των άλλων
τάξεων είτε, όπως υπαγορεύεται από μία εκατονταετή προπαγάνδα ως το
βασικό φάρμακο για όλα τους τα δεινά, φιλοδοξούν να επιβάλουν τη
μονόπλευρη δικτατορία της τάξης τους, πραγματοποιώντας την ουτοπική
κολεκτιβοποίηση όλων των υλικών μέσων παραγωγής. Η πολιτική αυτή δεν
καταφέρνει να επηρεάσει άλλο κοινωνικό στρώμα, παρά μόνο τους εργάτες οι
οποίοι στερούν έτσι την υποστήριξή τους στις άλλες προοδευτικές
δυνάμεις ή τις αφήνουν να πέσουν στο έλεος της αντίδρασης που τις
οργανώνει επιδέξια για να τσακίσουν στη συνέχεια το ίδιο το προλεταριακό
κίνημα.
Μεταξύ
των διαφόρων προλεταριακών τάσεων, οι κομμουνιστές, οπαδοί της ταξικής
πολιτικής και του ιδεώδους του κολεκτιβισμού, έχουν αναγνωρίσει τη
δυσκολία να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες δυνάμεις για να νικήσουν και,
για τον λόγο αυτό, σε αντίθεση με τα άλλα λαϊκά κόμματα, έχουν
συνταχθεί σε ένα άκαμπτα πειθαρχημένο κίνημα που εκμεταλλεύεται τον
ρωσικό μύθο για να οργανώνει τους εργάτες χωρίς να τους ακούει και για
να τους χρησιμοποιεί στις πιο ανόμοιες διεκδικήσεις.
Η
τακτική αυτή καθιστά τους κομμουνιστές πιο αποτελεσματικούς από τους
δημοκρατικούς στη διαχείριση των επαναστατικών κρίσεων. Κρατώντας όμως
τις εργατικές τάξεις όσο το δυνατόν μακρύτερα από τις άλλες
επαναστατικές δυνάμεις – κηρύσσοντας ότι η δική τους «αληθινή»
επανάσταση δεν έχει έλθει ακόμη – συνιστούν την κρίσιμη ώρα ένα
διασπαστικό στοιχείο που αποδυναμώνει το σύνολο. Επιπλέον, η απόλυτη
εξάρτησή τους από το ρωσικό κράτος, που τους έχει επανειλημμένως
χρησιμοποιήσει για να επιτύχει τους δικούς του εθνικούς στόχους, τους
εμποδίζει να εφαρμόσουν κάποια πολιτική με ένα μίνιμουμ συνέχειας. Έχουν
πάντοτε ανάγκη να κρύβονται πίσω από έναν Κάρολυ, έναν Μπλουμ, έναν
Νεγκρίν, για να γκρεμιστούν στη συνέχεια μαζί με τις χρησιμοποιημένες
δημοκρατικές μαριονέττες.
Η
εξουσία δεν κατακτάται και δεν διατηρείται απλώς με την πονηριά, αλλά
με την ικανότητα να ανταποκρίνεσαι με οργανικό και ζωτικό τρόπο στις
ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.
Εάν
ο αγώνας θα περιοριζόταν αύριο στο παραδοσιακό εθνικό πεδίο, θα ήταν
πάρα πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε από τα παλιά ερωτηματικά. Τα εθνικά κράτη
έχουν ήδη συγκροτήσει με τόσο στέρεο τρόπο τις οικονομίες τους, που
πολύ σύντομα κεντρικό ζήτημα θα γινόταν το ποια ομάδα οικονομικών
συμφερόντων, ήτοι ποια τάξη, θα έπρεπε να πάρει τα ηνία. Το μέτωπο των
προοδευτικών δυνάμεων θα διασπαζόταν εύκολα στη σύγκρουση ανάμεσα σε
τάξεις και οικονομικές κατηγορίες. Κατά πάσα πιθανότητα κέρδος θα
εισέπρατταν μόνο οι αντιδραστικοί.
Ένα
πραγματικό επαναστατικό κίνημα πρέπει να προκύψει από αυτούς που
μπόρεσαν να ασκήσουν κριτική στις παλαιές πολιτικές θέσεις. Θα πρέπει να
συνεργαστεί με τις δημοκρατικές δυνάμεις, με τις κομμουνιστικές και,
γενικά, με όσους συνεργάζονται για τη διάλυση του ολοκληρωτισμού. Χωρίς
όμως να αφεθεί να παγιδευτεί στην πολιτική πρακτική καμιάς από αυτές.
Οι
αντιδραστικές δυνάμεις διαθέτουν ανθρώπους και στελέχη ικανά και
εκπαιδευμένα στη διοίκηση. Θα αντισταθούν λυσσαλέα για να διατηρήσουν
την πρωτοκαθεδρία τους. Την καίρια στιγμή θα παρουσιαστούν καλά
μεταμφιεσμένες και θα διακηρύξουν την αγάπη τους για την ελευθερία, την
ειρήνη, και τη γενική ευημερία των πιο φτωχών τάξεων. Στο παρελθόν
έχουμε δει με ποιο τρόπο διείσδυσαν στα λαϊκά κινήματα και τα παρέλυσαν,
τα εξέτρεψαν από την πορεία τους και τα μετέτρεψαν στο ακριβώς
αντίθετο. Αναμφίβολα θα είναι η πιο επικίνδυνη δύναμη με την οποία θα
πρέπει να λογαριαστούμε.
Το
σημείο στο οποίο θα προσπαθήσουν να κρατηθούν οι δυνάμεις αυτές θα
είναι η αποκατάσταση του εθνικού κράτους. Για να μπορέσουν έτσι να
ασκήσουν πίεση στο πιο διαδεδομένο λαϊκό συναίσθημα, το πιο πληγωμένο
από τα πρόσφατα κινήματα και το πιο εύχρηστο για αντιδραστικούς σκοπούς:
το πατριωτικό συναίσθημα. Με τον τρόπο αυτό ελπίζουν ακόμη ότι θα
προκαλέσουν σύγχυση στις ιδέες των αντιπάλων, καθώς οι λαϊκές μάζες
έχουν αποκτήσει την μέχρι τώρα πολιτική τους εμπειρία μόνο στο εθνικό
πλαίσιο. Θα είναι συνεπώς αρκετά εύκολο να τις κάνουν να πιστέψουν, τόσο
αυτές όσο και τους πιο μύωπες ηγέτες τους, στην ανάγκη να
ανοικοδομηθούν τα κράτη που καταστράφηκαν από την καταιγίδα.
Εάν
επιτευχθεί ο στόχος αυτός, η αντίδραση θα νικήσει. Θα μπορούσαν επίσης
τα κράτη αυτά να είναι φαινομενικά ευρέως δημοκρατικά και
σοσιαλιστικά. Η επιστροφή της εξουσίας στα χέρια των αντιδραστικών θα
είναι μόνο ζήτημα χρόνου. Θα έλθουν ξανά στην επιφάνεια οι εθνικές
αντιζηλίες και κάθε κράτος θα επαφίεται εκ νέου για να ικανοποιήσει τις
ανάγκες του μόνο στη δύναμη των όπλων. Πρωταρχικό καθήκον θα καταστεί
και πάλι, αργά ή γρήγορα, η μετατροπή των λαών σε στρατούς. Οι
στρατηγοί θα ξαναπάρουν τα ηνία, τα μονοπώλια θα κερδίζουν από τις
πολιτικές αυτάρκειας, οι γραφειοκρατικές συντεχνίες θα συνεχίσουν να
διογκώνονται, οι ιερείς να κρατούν πειθήνιες τις μάζες. Μπροστά στην
ανάγκη της νέας πολεμικής προετοιμασίας, όλες οι κατακτήσεις της πρώτης
στιγμής θα συρρικνωθούν στο μηδέν.
Το
πρόβλημα που πρέπει να λυθεί αρχικά, δεδομένου ότι η αποτυχία θα
καταστήσει φαινομενική οποιαδήποτε άλλη πρόοδο, είναι η οριστική άρση
της διαίρεσης της Ευρώπης σε κυρίαρχα εθνικά κράτη. Η συντριβή των
περισσότερων κρατών της ηπείρου από τον γερμανικό οδοστρωτήρα έφερε τους
ευρωπαϊκούς λαούς μπροστά στην ίδια μοίρα και ή θα υποστούν όλοι μαζί
τη χιτλερική δεσποτεία ή όλοι μαζί θα εισέλθουν μετά την πτώση της σε
μια επαναστατική περίοδο που δεν θα τους αφήσει ευκρινώς χωρισμένους σε
στέρεες κρατικές δομές. Τα πνεύματα είναι τώρα πολύ πιο ευμενώς
διατεθειμένα απ’ ό,τι στο παρελθόν απέναντι σε μια ομοσπονδιακή
αναδιοργάνωση της Ευρώπης. Η σκληρή εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών
άνοιξε τα μάτια και σε όποιον δεν ήθελε να δει και βοήθησε να ωριμάσουν
πολλές ευνοϊκές περιστάσεις για το ιδεώδες μας.
Όλοι
οι εχέφρονες άνθρωποι αναγνωρίζουν πλέον ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί
μια ισορροπία ανάμεσα σε ανεξάρτητα ευρωπαϊκά κράτη και μια
μιλιταριστική Γερμανία να συμβιώνει μαζί τους επί ίσοις όροις. Ούτε
μπορεί να κατακερματιστεί η Γερμανία και να κρατηθεί πατημένη στο λαιμό
αφού νικηθεί. Στην πράξη φάνηκε ξεκάθαρα ότι καμία χώρα της Ευρώπης δεν
μπορεί να είναι αμέτοχη τη στιγμή που οι άλλες συγκρούονται, και
μάλιστα όταν οι διακηρύξεις ανεξαρτησίας και τα σύμφωνα μη επίθεσης
έχουν μηδενική αξία. Έχει πια αποδειχτεί η ματαιότητα και μάλιστα η
βλαβερότητα των οργανισμών του τύπου της Κοινωνίας των Εθνών που χωρίς
μια στρατιωτική δύναμη ικανή να επιβάλει τις αποφάσεις της, παρίστανε
ότι εγγυάται την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και ταυτόχρονα ότι
σέβεται την απόλυτη κυριαρχία των κρατών μελών. Παράλογη αποδείχτηκε η
αρχή της μη επέμβασης, σύμφωνα με την οποία κάθε λαός θα έπρεπε να
αφεθεί ελεύθερος να έχει τη δεσποτική κυβέρνηση που του αρέσει, λες και η
εσωτερική συγκρότηση κάθε μεμονωμένου κράτους δεν αποτελεί ζωτικό
συμφέρον για όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Άλυτα έμειναν τα
πολλαπλά προβλήματα που δηλητηριάζουν τις διεθνείς σχέσεις των κρατών
της ηπείρου, όπως η χάραξη των συνόρων στις ζώνες με μικτό πληθυσμό, η
υπεράσπιση των αλλοεθνοτικών μειονοτήτων, η έξοδος στη θάλασσα των χωρών
που βρίσκονται μακριά της, το βαλκανικό ζήτημα, το ιρλανδικό κλπ.. Τα
προβλήματα αυτά θα έβρισκαν την πιο απλή λύση μέσα στην Ευρωπαϊκή
Ομοσπονδία, αφού θα έχαναν την οξύτητά τους καθώς θα μετατρέπονταν σε
προβλήματα σχέσεων ανάμεσα σε διάφορες επαρχίες. Τέτοια λύση βρήκαν στο
παρελθόν τα αντίστοιχα προβλήματα των κρατιδίων που έγιναν τμήμα μιας
ευρύτερης κρατικής οντότητας.
Από
τη άλλη πλευρά, το τέλος του αισθήματος ασφάλειας που παρείχε το
απρόσβλητο της Μεγάλης Βρετανίας και έκανε τους Άγγλους να πιστεύουν στη
«λαμπρή απομόνωση», η διάλυση του στρατού και της ίδιας της γαλλικής
δημοκρατίας στην πρώτη σοβαρή σύγκρουση με τις γερμανικές δυνάμεις
(πράγμα που ελπίζεται ότι μετρίασε τη σοβινιστική πεποίθηση της απόλυτης
γαλλικής ανωτερότητας) και ιδίως η συνειδητοποίηση του κινδύνου
γενικής υποτέλειας, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις που θα ευνοήσουν την
οικοδόμηση ενός ομοσπονδιακού καθεστώτος και θα τεθεί ένα τέλος στη
σημερινή αναρχία. Το γεγονός ακόμη ότι η Αγγλία δέχτηκε πια την αρχή της
ινδικής ανεξαρτησίας και ότι η Γαλλία, αναγνωρίζοντας την ήττα της,
έχασε όλη της την αυτοκρατορία, κάνουν ακόμη πιο εύκολο να βρεθεί μια
βάση συμφωνίας για να διευθετηθεί ευρωπαϊκά το ζήτημα των αποικιακών
κτήσεων.
Σε
όλα αυτά πρέπει τέλος να προστεθεί ότι έπαψαν να υπάρχουν ορισμένες
από τις κύριες δυναστείες και ότι τα στηρίγματα όσων επιβίωσαν είναι
σαθρά. Πράγματι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι δυναστείες, θεωρώντας
παραδοσιακά τις διάφορες χώρες ως ιδιοκτησία τους και αποτελώντας το
στήριγμα ισχυρών συμφερόντων, αντιπροσωπεύουν ένα σοβαρό εμπόδιο για την
ορθολογική οργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης οι οποίες δεν
μπορεί παρά να διέπονται από ένα δημοκρατικό σύνταγμα που θα σέβονται
όλες οι ομόσπονδες χώρες. Θα πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι η
Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, όταν θα έχει ξεπεραστεί ο ορίζοντας της γηραιάς
ηπείρου, θα είναι η μόνη χειροπιαστή εγγύηση για να μπορέσουν να
εξελιχθούν οι σχέσεις με τους ασιατικούς και αμερικανικούς λαούς στη
βάση μιας ειρηνικής συνεργασίας, αναμένοντας ένα απώτερο μέλλον στο
οποίο θα καταστεί δυνατή η πολιτική ενότητα όλου του κόσμου και η ένταξη
όλων των λαών της ανθρωπότητας σε ένα συνολικό όραμα.
Η
διαχωριστική γραμμή μεταξύ προοδευτικών και αντιδραστικών κομμάτων δεν
ξεχωρίζει πια τυπικά μόνο μια πλατύτερη από μια στενότερη δημοκρατία,
έναν καλύτερο από έναν χειρότερο ποιοτικά προς εγκαθίδρυση σοσιαλισμό,
αλλά είναι ουσιαστικά η πιο πρόσφατη γραμμή που χωρίζει αυτούς που
αντιλαμβάνονται ως βασικό στόχο της πάλης εκείνον τον παραδοσιακό, την
κατάκτηση δηλαδή της εθνικής πολιτικής εξουσίας, – που παίζουν έστω και
ακούσια το παιχνίδι των αντιδραστικών δυνάμεων με το να αφήνουν να
κρυώσει η ρευστή λάβα των λαϊκών πόθων στο παλαιό καλούπι και επιτρέπουν
την ανάδυση των παλαιών παραλογισμών – από εκείνους που θεωρούν ως
κύριο καθήκον τους να δημιουργήσουν ένα σταθερό διεθνές κράτος, που
κατευθύνουν προς τον σκοπό αυτό τις λαϊκές δυνάμεις και που αφού
κατακτήσουν την εθνική εξουσία θα την χρησιμοποιήσουν πρώτα-πρώτα ως
εργαλείο για να σφυρηλατήσουν τη διεθνή ενότητα.
Με
την προπαγάνδα και τη δράση, επιδιώκοντας να καθιερώσουν με κάθε τρόπο
συμφωνίες και δεσμούς μεταξύ των μεμονωμένων κινημάτων που είναι
βέβαιο ότι σχηματίζονται στις διάφορες χώρες, πρέπει να τεθούν από τώρα
τα θεμέλια ενός κινήματος που θα μπορέσει να εμπνεύσει όλες τις
δυνάμεις για να ιδρύσει τον νέο οργανισμό, ο οποίος θα αποτελέσει την
πιο μεγαλειώδη και πιο καινοτόμα εδώ και αιώνες δημιουργία στην Ευρώπη.
Για τη συγκρότηση ενός σταθερού ομοσπονδιακού κράτους που θα διαθέτει
ευρωπαϊκή ένοπλη δύναμη αντί για εθνικούς στρατούς. Για να σπάσουν
οριστικά οι οικονομικές αυτοτέλειες που αποτελούν τη σπονδυλική στήλη
των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Έναν οργανισμό που θα έχει επαρκή όργανα
και μέσα για να εκτελεί στα μεμονωμένα ομοσπονδιακά κράτη τις αποφάσεις
του, για να τηρείται μια κοινή γραμμή, παραχωρώντας ταυτόχρονα στα ίδια
τα κράτη την αυτονομία που θα επιτρέπει μιαν ελαστική διάρθρωση και
ανάπτυξη πολιτικής ζωής, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των
διαφόρων λαών.
Εάν
υπάρξει στα κύρια ευρωπαϊκά κράτη ένας επαρκής αριθμός ανθρώπων που θα
καταλάβουν αυτό το πράγμα, η νίκη θα έλθει σύντομα στα χέρια τους,
καθώς η κατάσταση και τα πνεύματα θα διάκεινται ευμενώς προς το έργο
τους. Θα έχουν απέναντί τους κόμματα και ρεύματα που η καταστροφική
εμπειρία της τελευταίας εικοσαετίας θα έχει βάλει στο περιθώριο.
Δεδομένου ότι θα είναι η ώρα για νέα έργα, θα είναι και η ώρα για νέους
ανθρώπους: για το ΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ ΕΝΩΜΕΝΗ.
ΙΙΙ. ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Μια
ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την
ενδυνάμωση του σύγχρονου πολιτισμού. Η ολοκληρωτική εποχή δεν αποτελεί
παρά ένα διάλειμμα. Με το τέλος του θα ξανατεθεί αμέσως σε πλήρη κίνηση η
ιστορική διαδικασία ενάντια στην ανισότητα και τα κοινωνικά προνόμια.
Όλοι οι παλαιοί συντηρητικοί θεσμοί που εμπόδιζαν την επανεκκίνηση της
διαδικασίας αυτής ή θα καταρρεύσουν ή θα είναι ετοιμόρροποι. Θα πρέπει
να εκμεταλλευτούμε την κρίση με θάρρος και αποφασιστικότητα.
Η
ευρωπαϊκή επανάσταση, για να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μας, θα
πρέπει να είναι σοσιαλιστική. Θα πρέπει δηλαδή να προτείνει τη
χειραφέτηση των εργατικών τάξεων και τη δημιουργία πιο ανθρώπινων
συνθηκών ζωής γι’αυτές. Γνώμονας για τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν
προς την κατεύθυνση αυτή δεν μπορεί να είναι όμως η καθαρά δογματική
αρχή της κατάργησης της ιδιοκτησίας των υλικών μέσων παραγωγής και, όταν
δεν μπορεί να συμβεί αυτό, η προσωρινή ανοχή της. Η συνολική
κρατικοποίηση της οικονομίας ήταν το πρώτο ουτοπικό σχήμα με το οποίο οι
εργατικές τάξεις φαντάστηκαν ότι θα ελευθερωθούν από τον καπιταλιστικό
ζυγό. Η συνολική κρατικοποίηση δεν οδηγεί στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα,
αλλά στη θέσπιση ενός καθεστώτος όπου όλος ο πληθυσμός υποτάσσεται
στην περιορισμένη τάξη των γραφειοκρατών που διαχειρίζονται την
οικονομία.
Η
πραγματική θεμελιώδης αρχή του σοσιαλισμού, από την οποία η γενική
κολεκτιβοποίηση δεν ήταν παρά ένα βιαστικό και λανθασμένο συμπέρασμα,
είναι ότι οι οικονομικές δυνάμεις δεν κυριαρχούν στους ανθρώπους, αλλά –
όπως συμβαίνει και με τις φυσικές δυνάμεις – υπακούουν, κατευθύνονται
και ελέγχονται από αυτούς με τον πιο λογικό τρόπο για να μην πέφτουν
θύματά τους οι μεγάλες μάζες. Οι γιγάντιες δυνάμεις προόδου που γεννά το
ιδιωτικό συμφέρον δεν πρέπει να πνίγονται στο τέλμα της
κολεκτιβοποίησης για να ανακύπτει στη συνέχεια το άλυτο πρόβλημα σχετικά
με το πώς θα αναστηθεί το πνεύμα πρωτοβουλίας με διαφοροποιήσεις
μισθών και άλλα παρόμοια μέτρα. Οι δυνάμεις αυτές πρέπει αντίθετα να
στηρίζονται και να ενισχύονται, προσφέροντάς τους μεγαλύτερες ευκαιρίες
ανάπτυξης και απασχόλησης. Ταυτόχρονα, πρέπει να σταθεροποιούνται και
να τελειοποιούνται οι δίαυλοι που θα τις κάνουν να συγκλίνουν προς
στόχους ωφέλιμους για όλο το κοινωνικό σύνολο.
Η
ιδιοκτησία πρέπει να καταργηθεί, να περιοριστεί, να διορθωθεί, να
επεκταθεί κατά περίπτωση, καταρχήν όχι δογματικά. Η γραμμή αυτή
εντάσσεται φυσιολογικά στη διαδικασία σχηματισμού μιας ευρωπαϊκής
οικονομικής ζωής, ελευθερωμένης από τον εφιάλτη του μιλιταρισμού ή του
εθνικού γραφειοκρατισμού. Οι ορθολογικές λύσεις πρέπει να
αντικαταστήσουν αυτές που στερούνται λογικής, και στη συνείδηση των
εργαζόμενων.
Θέλοντας
να υποδείξουμε με πιο συγκεκριμένο τρόπο το περιεχόμενο της γραμμής
αυτής και υπενθυμίζοντας ότι η καταλληλότητα και οι όροι κάθε
προγραμματικής διάταξης θα πρέπει πάντοτε να κρίνονται σε συνάρτηση με
την απαραίτητη πια προϋπόθεση της ευρωπαϊκής ενότητας, υπογραμμίζουμε τα
ακόλουθα σημεία:
α)
Δεν είναι πλέον δυνατό να αφεθούν στους ιδιώτες οι επιχειρήσεις οι
οποίες, αναπτύσσοντας αναγκαστικά μονοπωλιακή δραστηριότητα, είναι σε
θέση να εκμεταλλευτούν τους καταναλωτές. Για παράδειγμα, η βιομηχανία
παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, οι επιχειρήσεις που πρέπει να συνεχίσουν
να λειτουργούν για λόγους συλλογικού συμφέροντος αλλά που για να
επιβιώσουν χρειάζονται προστατευτικούς δασμούς, επιδοτήσεις, ευνοϊκές
ρυθμίσεις κλπ. (το πιο αξιοσημείωτο μέχρι σήμερα παράδειγμα ιταλικής
βιομηχανίας αυτού του τύπου είναι η χαλυβουργίες), οι επιχειρήσεις που
λόγω μεγέθους των επενδυμένων κεφαλαίων και αριθμού των απασχολούμενων
εργατών ή λόγω της δεσπόζουσας θέσης του τομέα τους, μπορούν να
εκβιάζουν τα όργανα του κράτους, επιβάλλοντας την πιο επωφελή γι’αυτές
πολιτική (για παράδειγμα, οι εξορυκτικές βιομηχανίες, οι μεγάλες
τράπεζες και οι μεγάλες πολεμικές βιομηχανίες). Αυτό είναι το πεδίο στο
οποίο θα πρέπει δίχως άλλο να γίνουν ευρύτατης κλίμακας εθνικοποιήσεις,
χωρίς να ληφθεί υπόψη κανένα κεκτημένο δικαίωμα.
β)
Τα χαρακτηριστικά που είχαν προσλάβει στο παρελθόν το δικαίωμα της
ιδιοκτησίας και το κληρονομικό δικαίωμα, επέτρεψαν να συσσωρευτούν, στα
χέρια λίγων προνομιούχων, πλούτη που σε μία επαναστατική κρίση θα
πρέπει να διανεμηθούν ισότιμα. Για να εξαλειφθούν οι παρασιτικές τάξεις
και να δοθούν στους εργαζόμενους τα αναγκαία μέσα παραγωγής που θα
βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση και θα τους επιτρέψουν να
φθάσουν σε ένα επίπεδο πιο ανεξάρτητης ζωής. Εννοούμε δηλαδή μια
αγροτική μεταρρύθμιση η οποία, αφού παραδώσει τη γη σ’αυτούς που την
καλλιεργούν, θα αυξήσει κάθετα τον αριθμό των ιδιοκτητών. Ακόμη, μια
βιομηχανική μεταρρύθμιση που θα επεκτείνει την ιδιοκτησία των
εργαζόμενων στους μη κρατικοποιημένους τομείς, με τη συνεταιριστική
διαχείριση, με τη διανομή των μετοχών στους ίδιους τους εργαζόμενους
κλπ..
γ)
Οι νέοι πρέπει να βοηθηθούν με τα απαραίτητα εκείνα μέτρα που θα
μειώσουν στο ελάχιστο τις αποστάσεις ανάμεσα στις θέσεις εκκίνησης για
τον αγώνα της ζωής. Το δημόσιο σχολείο συγκεκριμένα θα πρέπει να δίνει
πραγματικές δυνατότητες συνέχισης των σπουδών έως τις υψηλότερες
βαθμίδες για τους πιο κατάλληλους παρά για τους πιο πλούσιους. Θα πρέπει
επίσης να προετοιμάζει σε κάθε κλάδο σπουδών, για να προσανατολιστεί
στα διάφορα επαγγέλματα και τις διάφορες ελεύθερες και επιστημονικές
δραστηριότητες, έναν αριθμό ατόμων που να αντιστοιχεί στη ζήτηση της
αγοράς. Έτσι ώστε οι μέσες αμοιβές να είναι πάνω-κάτω ίδιες για όλες τις
επαγγελματικές κατηγορίες, όποιες και αν είναι οι σχετικές με τις
διάφορες προσωπικές ικανότητες αποκλίσεις αμοιβών στο εσωτερικό της κάθε
κατηγορίας.
δ)
Οι χωρίς όρια δυνατότητες μαζικής παραγωγής ειδών πρώτης ανάγκης, χάρη
στις σύγχρονες τεχνικές, επιτρέπουν πια να εξασφαλιστούν σε όλους, με
μικρό σχετικά κοινωνικό κόστος, η διατροφή, η κατοικία, η ένδυση και η
ελάχιστη αναγκαία άνεση για να συντηρείται η έννοια της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας. Η ανθρώπινη αλληλεγγύη προς αυτούς που βγαίνουν ηττημένοι
από τον οικονομικό στίβο δεν θα πρέπει όμως να εκδηλώνεται με όλο και
πιο ταπεινωτικές μορφές φιλανθρωπίας, που παράγουν τα ίδια κακά με αυτά
που επιδιώκουν να αποκαταστήσουν, αλλά με μια σειρά προνοιακών μέτρων
που θα εγγυώνται, χωρίς όρους, σε όλους, είτε μπορούν είτε δεν μπορούν
να εργαστούν, ένα ευπρεπές επίπεδο ζωής, χωρίς να περιορίζουν τα κίνητρα
για εργασία και αποταμίευση. Έτσι κανένας δεν θα εξαναγκάζεται πια από
τη φτώχεια να δέχεται εξευτελιστικές συμβάσεις εργασίας.
ε)
Η ελευθέρωση των εργατικών τάξεων μπορεί να επέλθει μόνο με την
υλοποίηση των συνθηκών που περιγράφηκαν στα προηγούμενα σημεία: δεν
πρέπει να ξαναγίνουν έρμαια της οικονομικής πολιτικής των μονοπωλιακών
συνδικάτων, που μεταφέρουν απλώς στο εργατικό πεδίο τις καταχρηστικές
μεθόδους που χαρακτηρίζουν κυρίως το μεγάλο κεφάλαιο. Οι εργαζόμενοι
πρέπει να ξαναμπορέσουν να επιλέγουν ελεύθερα τους εντολοδόχους για τη
συλλογική διαπραγμάτευση των όρων κάτω από τους οποίους θα προτίθενται
να προσφέρουν την εργασία τους και το κράτος θα πρέπει να παρέχει τα
έννομα μέσα που θα εξασφαλίζουν την τήρηση των συμφωνιών. Από τη στιγμή
που θα υλοποιηθούν αυτές οι κοινωνικές μεταβολές θα καταστεί δυνατό να
καταπολεμηθούν όλες οι μονοπωλιακές τάσεις.
Αυτές
είναι οι αναγκαίες αλλαγές για να δημιουργηθεί γύρω από τη νέα τάξη
πραγμάτων ένα ευρύτατο κοινωνικό στρώμα πολιτών που θα ενδιαφέρονται για
τη διατήρησή της, αλλά και για να δοθεί στην πολιτική ζωή ένα στερεό
έδαφος ελευθερίας, εμποτισμένο με ένα ισχυρό αίσθημα κοινωνικής
αλληλεγγύης. Σε αυτές τις βάσεις θα μπορέσουν οι πολιτικές ελευθερίες να
αποκτήσουν πραγματικά ένα ουσιαστικό και όχι μόνο θεωρητικό
περιεχόμενο για όλους, δεδομένου ότι η μάζα των πολιτών θα έχει επαρκή
ανεξαρτησία και γνώση για να ασκεί συνεχή και αποτελεσματικό έλεγχο
στην άρχουσα τάξη.
Στους
συνταγματικούς θεσμούς είναι περιττό να σταθούμε, καθώς δεν είναι
δυνατόν να προβλεφθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες θα προκύψουν και
θα λειτουργήσουν. Δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο από το να επαναλάβουμε
αυτά που όλοι ήδη γνωρίζουν σχετικά με την ανάγκη να υπάρχουν
αντιπροσωπευτικά όργανα, σχετικά με τη διαμόρφωση των νόμων, σχετικά με
την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας που θα αντικαταστήσει τη
σημερινή για να εφαρμόζει αμερόληπτα τους εγκρινόμενους νόμους, σχετικά
με την ελευθερία του Τύπου και του συνεταιρίζεσθαι, για τη διαφώτιση
της κοινής γνώμης και για να παρέχεται σε όλους τους πολίτες η
δυνατότητα να συμμετέχουν ουσιαστικά στον κρατικό βίο.
Σε
δύο μόνο ζητήματα είναι ανάγκη να αποσαφηνιστούν οι ιδέες λόγω της
ιδιαίτερης σημασίας τους για τη χώρα μας τη στιγμή αυτή: στις σχέσεις
του κράτους με την εκκλησία και στον χαρακτήρα της πολιτικής
εκπροσώπησης.
α)
το κονκορδάτο με το οποίο το Βατικανό σύναψε στην Ιταλία τη συμμαχία
με τον φασισμό δίχως άλλο θα καταργηθεί, ώστε να επιβεβαιωθεί ο
ξεκάθαρος λαϊκός χαρακτήρας του κράτους και να καθοριστεί με αναμφίβολο
τρόπο η υπεροχή του στην ζωή των πολιτών. Όλες οι θρησκευτικές
πεποιθήσεις θα πρέπει να γίνονται εξίσου σεβαστές, αλλά το κράτος δεν
πρέπει να έχει πλέον προϋπολογισμό θρησκευμάτων.
β)
ο χάρτινος πύργος που δημιούργησε ο φασισμός με τη σωματειακή δομή θα
συντριβεί μαζί με τα άλλα τμήματα του ολοκληρωτικού κράτους. Υπάρχουν
αυτοί που ισχυρίζονται ότι από τα ερείπιά του θα καταστεί δυνατό αύριο
να εξαχθεί το υλικό για τη νέα συνταγματική τάξη. Εμείς δεν το
πιστεύουμε. Στα ολοκληρωτικά κράτη τα σωματεία είναι η απάτη που
συγκαλύπτει τον αστυνομικό έλεγχο επί των εργαζόμενων. Ακόμη όμως και να
αποτελούσαν τα σωματεία την ειλικρινή έκφραση των διαφόρων παραγωγικών
κατηγοριών, τα αντιπροσωπευτικά όργανα των διαφόρων επαγγελματικών
κλάδων δεν θα έπρεπε ποτέ να χειρίζονται ζητήματα γενικότερης πολιτικής.
Στα πιο ειδικά οικονομικά ζητήματα μάλιστα, θα εξελίσσονταν σε όργανα
κυριαρχίας των ισχυρότερων συνδικαλιστικώς κατηγοριών. Τα συνδικάτα θα
έχουν μεν ευρείες αρμοδιότητες συνεργασίας με τα κρατικά όργανα που θα
είναι επιφορτισμένα με την επίλυση των προβλημάτων που τα αφορούν πιο
άμεσα, αλλά δεν θα πρέπει για κανένα λόγο να τους ανατίθεται οποιαδήποτε
νομοθετική αρμοδιότητα. Το αποτέλεσμα θα ήταν να επικρατήσει μια
φεουδαρχική αναρχία στην οικονομική ζωή που θα κατέληγε σε έναν
ανανεωμένο πολιτικό δεσποτισμό. Πολλοί που γοητεύτηκαν αφελώς από τον
μύθο του κορπορατισμού θα μπορέσουν και πρέπει να εμπλακούν στο έργο της
ανανέωσης. Θα πρέπει όμως να αντιληφθούν πόσο παράλογη ήταν η λύση που
τόσο συγκεχυμένα προσδοκούσαν. Ο κορπορατισμός δεν μπορεί να έχει
πρακτική εφαρμογή παρά μόνο με τη μορφή που παίρνει στα ολοκληρωτικά
κράτη για να επιστρατεύει τους εργαζόμενους κάτω από λειτουργούς που
ελέγχουν κάθε τους κίνηση προς το συμφέρον της άρχουσας τάξης.
Το
επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί αίφνης και ερασιτεχνικά να συγκροτηθεί
την κρίσιμη στιγμή, αλλά πρέπει να αρχίσει να διαμορφώνεται από τώρα,
τουλάχιστον ως προς την κεντρική του πολιτική θέση, το γενικό του
πλαίσιο και τις πρώτες γραμμές δράσης. Δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει μια
ανομοιογενή μάζα τάσεων που συγκλίνουν μόνο αρνητικά και μεταβατικά,
λόγω του αντιφασιστικού παρελθόντος τους και απλώς αναμένουν την πτώση
του ολοκληρωτικού καθεστώτος, έτοιμες να τραβήξουν η κάθε μία τον δρόμο
της από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ο σκοπός. Το επαναστατικό κόμμα
γνωρίζει αντίθετα ότι μόνο τότε θα αρχίσει το πραγματικό έργο του και
κατά συνέπεια πρέπει να αποτελείται από ανθρώπους που συμφωνούν πάνω στα
βασικά προβλήματα του μέλλοντος.
Πρέπει
να διεισδύσει με μεθοδική προπαγάνδα εκεί όπου υπάρχουν καταπιεσμένοι
του σημερινού καθεστώτος. Να αρχίζει από το πρόβλημα που κάθε φορά
αντιλαμβάνεται ότι πονάει περισσότερο τα πρόσωπα ή τις τάξεις,
υποδεικνύοντας πώς συνδέεται το πρόβλημα αυτό με τα άλλα και ποια μπορεί
να είναι η πραγματική λύση. Από τον αυξανόμενο λίγο - λίγο όμως κύκλο
των οπαδών του πρέπει να ξεχωρίσει και να στρατολογήσει στην οργάνωση
του κινήματος μόνον αυτούς που έχουν αναγάγει την ευρωπαϊκή επανάσταση
σε κύριο σκοπό της ζωής τους. Αυτούς που κάνουν ημέρα με την ημέρα,
πειθαρχημένα, την απαραίτητη δουλειά, που μεριμνούν προσεκτικά για τη
διαρκή και αποτελεσματική ασφάλειά του, ακόμη και στις καταστάσεις της
πιο σκληρής παρανομίας, και πλέκουν έτσι σφιχτά το εσωτερικό δίκτυο, το
οποίο με τη σειρά του δίνει υπόσταση στον πιο ρευστό κύκλο των
συμπαθούντων.
Το
επαναστατικό κόμμα, μολονότι δεν παραβλέπει καμία ευκαιρία και κανένα
χώρο για να διαδώσει τις θέσεις του, πρέπει να κατευθύνει κατά
προτεραιότητα τη δραστηριότητά του στους κύκλους εκείνους που είναι
σημαντικότεροι, τόσο ως κέντρα διάδοσης ιδεών όσο και στρατολόγησης
μαχητικών ανθρώπων. Κυρίως προς τις δύο κοινωνικές ομάδες που είναι οι
πιο ευαίσθητες απέναντι στη σημερινή κατάσταση και έχουν αποφασιστική
σημασία για το αύριο: την εργατική τάξη και τις τάξεις των διανοουμένων.
Η εργατική τάξη είναι εκείνη που έχει πειθαρχήσει λιγότερο στην
ολοκληρωτική βία και είναι η πιο έτοιμη για να αναδιοργανώσει τις
γραμμές της. Οι διανοούμενοι, ιδίως οι νεότεροι, είναι εκείνοι που
περισσότερο ασφυκτιούν πνευματικά και απεχθάνονται τον διάχυτο
δεσποτισμό. Σιγά – σιγά θα εμπλακούν αναπόφευκτα στο γενικό κίνημα και
άλλες τάξεις.
Όποιο
κίνημα δεν καταφέρει να συμμαχήσουν οι δυνάμεις αυτές είναι
καταδικασμένο στη στειρότητα. Εάν αποτελείται μόνο από διανοούμενους θα
στερηθεί τη δύναμη της απαραίτητης μάζας για να κάμψει τις
αντιδραστικές αντιστάσεις, θα είναι δύσπιστο και ταυτόχρονα θα προκαλεί
υποψίες στην εργατική τάξη. Ακόμη και να εμφορείται από δημοκρατικά
αισθήματα, απέναντι στις δυσκολίες θα είναι επιρρεπές να ολισθήσει στο
πεδίο της κινητοποίησης όλων των άλλων τάξεων κατά των εργατών, δηλαδή
προς τη φασιστική παλινόρθωση. Εάν βασιστεί μόνο στο προλεταριάτο δεν
θα έχει εκείνη τη σαφήνεια της σκέψης που μόνο από τους διανοούμενους
μπορεί να προέλθει και η οποία είναι απαραίτητη για να ξεχωρίσουν τα
νέα καθήκοντα και οι νέοι δρόμοι: θα παραμείνει αιχμάλωτο του παλαιού
ταξισμού, θα βλέπει παντού εχθρούς και θα γλιστρήσει στη δογματική
κομμουνιστική λύση.
Κατά
τη διάρκεια της επαναστατικής κρίσης, θα εναπόκειται στο κίνημα αυτό
να οργανώσει και να κατευθύνει τις προοδευτικές δυνάμεις. Να
χρησιμοποιήσει όλα εκείνα τα λαϊκά όργανα που, σαν τα λειωμένα μέταλλα
που αναμειγνύονται στις μήτρες, διαμορφώνονται αυθόρμητα σε
επαναστατικές μάζες, όχι για να εκδώσουν λαϊκά ψηφίσματα αλλά
περιμένοντας να καθοδηγηθούν. Το κίνημα αντλεί το όραμα και την ασφάλεια
περί του πρακτέου όχι επειδή καθαγιάζεται προκαταβολικά από την
ανύπαρκτη ακόμη λαϊκή βούληση, αλλά επειδή συνειδητοποιεί ότι εκπροσωπεί
τις βαθύτερες ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Δίνει συνεπώς τις
πρώτες κατευθύνσεις για τη νέα τάξη πραγμάτων και το πρώτο κοινωνικό
μάθημα στις άμορφες μάζες. Από αυτή τη δικτατορία του επαναστατικού
κόμματος θα σχηματιστεί το νέο κράτος και γύρω από αυτό η νέα
πραγματική δημοκρατία.
Δεν
πρέπει να φοβόμαστε ότι ένα τέτοιο επαναστατικό καθεστώς θα καταλήξει
αναγκαστικά σε ένα νέο δεσποτισμό. Θα καταλήξει εκεί εάν έχει
διαμορφωθεί ένας τύπος δουλικής κοινωνίας. Εάν όμως το επαναστατικό
κόμμα δημιουργήσει, κρατώντας σταθερή πορεία από τα πρώτα κιόλας βήματα,
τις συνθήκες για μια ελεύθερη ζωή στην οποία όλοι οι πολίτες θα
μπορούν να συμμετέχουν πραγματικά στη λειτουργία του κράτους, θα
καταφέρει προοδευτικά, ενδεχομένως ακόμη και μέσα από δευτερεύουσες
πολιτικές κρίσεις, να κατανοηθεί και να γίνει δεκτή από όλους η νέα
τάξη και, συνεπώς, η αυξανόμενη πιθανότητα να συγκροτηθούν ελεύθεροι
πολιτικοί θεσμοί.
Σήμερα
έχει φθάσει η στιγμή στην οποία πρέπει να ξεφορτωθούμε τα παλαιά βάρη,
να είμαστε έτοιμοι στο καινούργιο που καταφθάνει τόσο διαφορετικό από
αυτό που είχαμε φανταστεί, να παραμερίσουμε τους ακατάλληλους ανάμεσα
στους παλιούς και να εμφυσήσουμε νέα ενέργεια στους νέους. Σήμερα
αναζητούνται και συναντώνται μεταξύ τους, αρχίζοντας να υφαίνουν το
μέλλον, εκείνοι που διέκριναν τις αιτίες της σημερινής κρίσης του
ευρωπαϊκού πολιτισμού και ως εκ τούτου κληρονομούν όλα τα κινήματα που
προσπάθησαν να εξυψώσουν την ανθρωπότητα, αλλά ναυάγησαν λόγω κακής
κατανόησης του στόχου ή των μέσων με τα οποία έπρεπε να επιτευχθεί.
Το ταξίδι που πρέπει να κάνουμε δεν είναι εύκολο ούτε ασφαλές. Πρέπει όμως να γίνει. Και θα γίνει!
THE MANIFESTO OF VENDOTENE by Spinelli (and co-operation with Albert Camus)
I – THE CRISIS OF MODERN CIVILISATION
Modern
civilisation has based its specific foundation on the principle of
liberty which states that man is not a mere instrument to be used by
others but rather a main autonomous living being. Looking back at this
definition all those aspects of social life that were not respectful of
this principle have been placed on trial, in a great historical
process.
1)
All nations have been recognised the equal right to organise
themselves into independent States. All peoples, defined by ethnic,
geographic, linguistic and historical characteristics, were to find,
within the State organisation created according to their own particular
concept of political life, that instrument best suited to their own
needs, without any outside intervention. The ideology of national
independence was a powerful stimulus to progress. It helped overcome
narrow-minded parochialism and generated a deeper sense of solidarity
against foreign oppression. It eliminated many of the obstacles that
hindered the circulation of people and merchandise and, within the
territory of each new State, it extended the institutions and systems
of more advanced societies to less developed populations. Unluckily,
however, the seeds of capitalist imperialism have expanded to the point
of forming totalitarian States and to the unleashing of world wars and
our generation has been witness.
Now
the nation is no longer regarded as the historical product of
communities of men that, as the result of a lengthy process, have
increased similarities of customs and aspirations and consider their
State as the most effective organisation of collective life within the
framework of the whole human society. It has, on the contrary, become a
divine entity, an organism that has to consider only its own existence,
its own development, without the least regard for the damage this
might cause to others.
The
absolute sovereignty of national States has given each of them the
desire to dominate, since each one feels threatened by the strength of
the others, and considers, as its living space, an increasingly vast
territory wherein it will have the right to free movement and can rely
on itself without any other help. This desire to dominate cannot be
placated except by the predominance of the strongest State over all the
others.
As
a consequence of all this, the State is no longer the guardian of
civil liberty but it has been transformed into the master of vassals
bound to servitude, and it holds within its power all the faculties
needed to achieve the maximum war-efficiency. Even during peacetime,
considered to be a pause during which to prepare for subsequent,
inevitable wars, by now the military class predominates over civilian
society in many countries, by making more and more difficult the good
working of free political systems. Expressions of civil policy,
therefore, such as schools, research, productivity. administrations,
act with difficulty and are mainly directed towards increasing military
strength. Women are considered merely as producers of soldiers and are
awarded prizes in much the same way as prolific cattle. Since the very
earliest age, children have been taught to handle weapons and to hate
foreigners. Individual liberty is almost annihilated since everyone is
part of the military establishment and constantly subject to be called
in on the armed forces. Repeated wars force men to abandon families,
jobs, property, often demanding the ultimate sacrifice for reasons of
which no one can really understand the value. It takes just a few days
to destroy the results of decades of common effort made in order to
increase the general well being.
Totalitarian
States are those that have most coherently achieved the unification of
all forces, by effecting the greatest concentration and the highest
degree of autarky. These organisations have proved to be the ones most
suited to the current international environment. Should one nation move a
step towards more accentuated totalitarianism, it would immediately be
followed by the others, drawn through the very same furrow by their
will to survive.
2)
The equal right of all citizens to participate in the process of
establishing the State's will has been recognised. This should have been
the synthesis of the freely expressed, changeable economic and
ideological needs of all the social groups. Such a political
organisation has allowed the correction or at least the minimising of
many of the most jarring injustices inherited from previous regime. But
freedom of the press, of assembly, and the increasing extension of
suffrage, made the defence of old privileges more and more difficult,
while maintaining a representative system of government.
The
poor slowly learned how to use these instruments to fight for the
rights acquired by the privileged classes. Taxes on unearned income and
inheritances, increasing duties to be paid on larger incomes, tax
exemptions for low incomes and indispensable goods; free public
schooling; increased social security spending; land reforms; control of
factories and manufacturing plants – all of them were now threatening
the privileged classes in their well -fortified citadels.
Even
the privileged classes who had consented to the equality of political
rights, could not accept the fact that the under-privileged took
advantage of it in order to achieve a concrete economic and social
equality that would have given meaningful significance to the real
liberty. At the end of the First World War, the threat became too
serious; it was only natural that these classes warmly welcomed and
supported the birth of dictatorships that took legal instruments away
from their adversaries.
On
other hand, the birth of immense industrial and banking groups, and of
trade unions including whole armies of workers , groups and unions
pressing the government in order to obtain policies clearly favourable
to their particular interests, threatened to dissolve the State into so
many economic baronies, bitterly fighting against each other: Liberal,
democratic systems became the tools these groups used to exploit all of
society even more, and consequently lost their prestige. In this way
they were more and more convinced that only a totalitarian State, in
which individual liberties were also abolished, could somehow resolve
the conflicts of interest that existing political institutions were
unable to control.
As
a matter of fact, the totalitarian regimes consolidated, generally
speaking, the various social categories at those levels they had
gradually reached by using police control of every aspect of citizen's
life, and by violently getting rid of all dissenting voices, these
regimes have barred every legal possibility of further correction of the
present situation. This ensured, then, the existence of a thoroughly
parasitic class of absentee land owners and enjoyers of an income who
contributed to social productivity only by cutting the coupons off their
stocks; the monopoly holders and the chain stores that exploit the
consumers and make the sums set apart by small investors to vanish; the
plutocrats hidden behind the scenes, pulling the politicians' strings
and running the State machinery for their own exclusive advantage,
pretending to be interested in higher national interests. The colossal
fortunes of a very few have been preserved, and the misery of the masses
as well, excluded from enjoyment of the fruits of modern culture. They
have substantially preserved an economic regime in which material
resources and labour, which ought to be applied to the satisfaction of
fundamental needs for the development of vital human energies, are
instead addressed to the satisfaction of the most futile wishes of those
capable of paying the highest prices; an economic regime in which,
through the right of inheritance, the power of money is perpetuated in
the same class, and is transformed into a privilege without any
correspondence to the social value of the services rendered. The field
of proletarian possibilities is so small that in order to make a living,
workers are often forced to accept exploitation by anyone who offers a
job.
In
order to keep the working classes immobilised and subjugated, the
trade unions have been transformed, from the free organisations of
struggle they were, directed by individuals who enjoyed the trust of
their associates, into organs for police surveillance run by employees
chosen by the ruling class and responsible only to them. If
improvements are made in this economic regime, they are simply and only
dictated by the military needs, that together with the reactionary
ambitions of privileged classes have given rise to and strengthen
totalitarian States.
3)
The permanent value of the spirit of criticism has been asserted
against authoritarian dogmatism. Everything that was affirmed had to be
truthful and verifiable, or disappear. The greatest achievements of our
society in every field are due to the methodicalness of this
open-minded attitude. But this spiritual liberty did not survive the
crises created by the totalitarian States. New dogmas to be accepted
like articles of faith, or hypocritically, are taking over all fields
of knowledge.
Though
no one knows what a race is, and the most elementary notions of
history emphasise the absurdity of the statement, physiologists are
required to believe, demonstrate and convince that people belong to a
chosen race, simply because this myth is needed by imperialism to
excite the masses to hate and pride. The most evident concepts of
economic science must be considered as anathema if the autarchic
policy, trade balances and other old chestnuts of mercantilism can be
presented as extraordinary discoveries of our times. Because of the
economic interdependence of all parts of the world, the vital space
needed by many population that wants to maintain a living standard
consonant with modern civilisation, can only be the entire globe. But
the pseudo-science of geopolitics has been created, and its aim is to
demonstrate the validity of the theory of living spaces, in order to
legitimate theoretical cover to the imperialist desire to overpower.
History
is falsified in its essential data, in the interests of the ruling
classes. Libraries and bookshops are cleared away of all works that are
nor considered to be orthodox. The shadows of obscurantism over again
threaten to suffocate the human spirit. The social ethic of liberty and
equality is undermined. Men are no longer considered free citizens who
can use the State in order to reach collective purposes. They are,
instead, servants of the State, which decides their goals and the will
of those who hold the power is masked behind the will of the State. Men
are no longer subjects of law; they are arranged hierarchically and
expected to obey all their superiors, whose leaders is a suitable
deified Leader, without discussion. The regime, built on castes, springs
up again irresistible, out of its own ashes.
This
reactionary, totalitarian civilisation, after triumphing in a series
of countries, finally found, in Nazi Germany, the power that was
thought to be capable of drawing the final consequences. After
meticulous preparation, boldly and unscrupulously taking advantage from
the rivalries, egoism, stupidity of others, carrying other European
vassal States – among which primarily Italy and becoming allied with
Japan that is aiming at the very same goals in Asia, Germany has
launched itself in a campaign of overpowering. Its victory would mean
the final consolidation of totalitarianism in the world. All its
characteristics would be exasperated to the greatest degree, and
progressive forces would be condemned for many years to the role of
simple negative opposition.
The
traditional arrogance and intolerance of the German military classes
can give us an idea of what their dominance would have been like, after a
victorious war. In order to command, the victorious Germans might even
concede five years of generosity towards other European peoples,
formally respecting their territories and their political institutions,
satisfying at the same time the false sentiment of patriotism of those
who consider the colours of the boundary fence, and the nationality of
the prominent politicians as being more important than the ratio of
power and the effective content of the State institutions. However
camouflaged, the reality is always the same: a new division of humanity
into Spartans and Helots.
Even
a compromise solution between the two struggling sides would be one
more step ahead for totalitarianism; in fact all together countries
which were able to elude Germany's grasp would be forced to adopt the
same forms of political organisation, in order to be adequately prepared
for the war to come.
But
if Hitler's Germany did succeed in felling the minor States one by
one, this action has forced increasingly powerful forces to join
battle. The courageous fighting spirit of Great Britain, even in that
most critical moment when it was the only one to face the enemy caused
the Germans to collide against the valiant resistance of the Russian
Army, and gave America the time it needed to mobilise its infinite
productive resources. And this struggle against German imperialism is
closely linked to the Chinese people's against Japanese imperialism.
Large
masses of men and wealth are already drawn up against totalitarian
powers whose strength has already reached its peak and can only
gradually consume itself. The opposing forces, on the contrary, have
already overcome their worst moment and are now on the way up.
Day
after day the war of the Allies awakens the desire for liberation more
forcefully, even in those countries which had submitted to violence
and had lost their way owing to the blow they received. And it has even
re-awakened this desire in the very Axis populations who realise they
have been dragged into a desperate situation, simply to satisfy their
rulers' lust for power.
The
slow process, due to which infinite masses of men passively let
themselves be shaped by the new regime, adjusted to it and even
contributed to its consolidation, has come to a halt. And the opposite
process has begun. Within this huge wave, slowly gathering momentum
there are included all the progressive forces, the most enlightened
groups of the working classes that have not let themselves be swayed,
either by the terror or by flattery, from their ambition to achieve a
better quality of living; the most conscious elements of the
intellectual classes, offended by the forced degradation of human
intelligence; businessmen and investors who, being able to undertake new
initiatives, want to free themselves of the trappings of bureaucracy
and national autarchy, that encumber all their movements; and all the
others who, thanks to an innate sense of dignity, will not be bent by
the humiliation of servitude.
Today, the salvation of our civilisation is entrusted to these forces.
II – POST-WAR DUTIES – EUROPEAN UNITY
Germany's defeat would not automatically lead to the reformation of Europe according to our ideal of civilisation.
In
the brief, intense period of general crises (during which the States
will lie broken, during which the popular masses are anxiously awaiting
for a new message and will, meanwhile, like molten matter, burn, being
easily poured into new moulds, capable of welcoming the guidance of
serious internationalists) the classes which were the most privileged
under the old national systems will attempt, underhanded or violently,
to moderate the feelings, the internationalist passions and they will
ostentatiously begin the reconstruct the old, State institutions. And
the English leaders, perhaps in agreement with the Americans, may try to
push things in this direction, in order to restore the policy of the
balance of power, in the apparent and immediate interests of their
empires.
The
conservative forces, that is: the directors of the basic institutions
of the national States; the top-ranking officers in the armed forces up
to, where possible, monarchies; the groups of monopolistic capitalism
that have bound their profits to the fortunes of the States; the big
landowners and the ecclesiastical hierarchy, who can expect their
parasitical income only in a stable, conservative society; and following
these, the interminable band of people who depend on them or who are
simply misled by their traditional power. All these reactionary forces
already feel the structure is creaking, and are trying to save their
skins. A collapse would deprive them all of a sudden of all the
guarantees they have enjoyed up to now, and would expose them to the
attack of the progressive forces.
The revolutionary situation: old and new trends
The
fall of the totalitarian regimes will have the sentimental meaning,
for entire populations, as the coming of "freedom"; all restrictions
will disappear and, automatically, complete freedom of speech and of
assembly will reign supreme. It will be the triumph of democratic
tendencies. These tendencies have countless shades and nuances,
stretching from very conservative liberalism to socialism and anarchy.
They believe in the "spontaneous generation" of events and institutions
and in the absolute goodness of impulses from the lower classes. They
do not want to force the hand of "history", or "the people", or "the
proletariat", or what ever other name they give their God. They hope
for the end of dictatorships, imagining this as the restoration to the
people of their inalienable rights to self-determination. Their crowing
dream is a constitutional assembly, elected by the broadest suffrage
and with the most scrupulous respect of the rights of the electors, who
must decide upon the constitution they want. If the population is
immature, the constitution will not be a good one; but it can be
corrected only through constant efforts of persuasion.
The
democratic factions do not deny violence on principle, but they wish
to use it only when the majority is convinced it is indispensable, that
is, when it is little more than an almost superfluous "dot" over an
"i". They are, then, useful leaders only in times of ordinary
administration, during which almost all population is (generally)
convinced of the validity of the basic institutions that they are to be
modified, only in relatively secondary aspects. During revolutionary
times, when the institutions must not simply be administrated, but
rather created, democratic procedures fail clamorously. The pitiful
impotence of democratic faction during the Russian, German, Spanish
revolutions are the three most recent examples. In these situations,
once the old state apparatus had fallen, along with its laws and its
administration, there is an immediate flourishing of assemblies and
popular delegations in which all the progressive socialist forces
converge and agitate, either pretending to be respectful of former
legality, or scorning it. The population does have some fundamental
needs to satisfy, but it does not know exactly what it wants or how to
act. A thousand bells ring in its ears. With its millions of minds, it
cannot orientate itself, and it breaks up in a number of tendencies,
currents and factions, struggling with one other.
In
the very moment in which the greatest decisiveness and boldness is
needed, the democrats lose their way, not having the backing of
spontaneous popular approval, but rather a gloomy tumult of passions.
They think it is their duty to realise a consensus and they present
themselves as exhortatory preachers, where instead there is a need for
leaders able to know what they want they are going. They miss chances
that would be favourable to consolidating a new regime and even try to
make certain bodies that need a longer preparation and they would in any
case be more suitable of relative tranquillity to work immediately.
They give their adversaries arms which are use then to overthrow them.
They represent, in their thousand tendencies, not only the will for
renewal, but the confused whims and desires found in every mind that,
becoming paralysed, they actually prepare the terrain for the growth of
the reaction. Democratic political methods are a dead weight during
revolutionary crises.
As
the democrats wear down their initial popularity as assertors of
liberty by their endless polemics, and in the absence of any serious
political and social revolution, the pre-totalitarian political
institutions will inevitably be reconstituted, and the struggle would
again develop following along the lines of the old class opposition.
The
principle according to which the class struggle is the condition to
which all political problems are reconducted, has become the fundamental
line especially among factory workers, and has given consistency to
their politics as long as fundamental institutions were not questioned.
But it becomes an instrument to isolate the proletariat, when the need
to transform the entire social organisation is imposed. The workers,
educated in the class system, cannot see beyond the claims of their
particular class, or even category, without worrying about how to
connect these with the interests of other social strata. Or they aspire
to a unilateral dictatorship of the proletariat in order to achieve the
utopian collectivisation of all the material means of production,
indicated by centuries of propaganda as the panacea for all evils. This
policy attracts no other strata, but the workers, who thus deprive the
other progressive forces of their support, or it leaves them at the
mercy of the cleverly organised reaction so as to break up the worker's
movement.
Among
the various proletarian tendencies, followers of the classist politics
and collectivist ideal, the communists early recognized the difficulty
of obtaining a sufficient following to assure victory. They therefore
organized themselves ,– differently from the other popular parties –
into a rigidly disciplined movement. It has exploited the Russian myth
in order to organise the workers, but it does not accept their word as
law and it does use the workers in the most disparate manoeuvres.
This
attitude makes the Communists, during revolutionary crises, more
efficient than the democrats. But their maintaining the workers separate
as much as they can from the other revolutionary forces – by preaching
to them that their "real" revolution is yet to come – turns them into a
sectarian element which, in decisive moments, weakens the sum of the
progressive forces. Besides this, their absolute dependence upon the
Russian State, which has repeatedly used them in pursuing its national
policies, prevents this Party from undertaking political activity with
continuity. They always need to hide behind a Karoly, a Blum, a Negrin,
and then to go along towards ruination with the democratic puppets that
had been used. Power is attained and is maintained, not simply through
cunning ,but with the capacity of responding to the needs of modern
society in an organic and vital manner.
Should
the struggle remain limited within the traditional national
boundaries, it would be very difficult to avoid the old uncertainties.
The national States, in fact, have so deeply planned their respective
economies, that the main question would soon be which economic group,
that is, which class, should to handle the controls of the plan. The
progressive front would be quickly shattered in the brawl between
economic classes and categories. The most probable result is that the
reactionaries would benefit more than anyone else.
A
real revolutionary movement must rise from among those who were able
to criticise the old, political statements; it must know how to
collaborate with democratic and with communist forces as well as with
all those who work for the break-up of totalitarianism, without becoming
ensnared by the political practices of any of these.
The
reactionary forces have capable men and officers who have been trained
to command and who will fight ruthlessly to preserve their supremacy.
When circumstances are very hard, deceitfully they will show themselves
as the lovers of liberty, of peace, of general well-being, of the
poorer classes.
Already
in the past we have seen how they made use of popular movements, and
they paralysed, deflected and transformed them into exactly the opposite
of what they were. No doubt they will be the most dangerous forced to
be faced.
The
point they will seek to exploit is the restoration of the national
State. Thus they will be able to grasp the most widespread of popular
feelings, most deeply offended by recent events, most easily handled to
reactionary purposes: the patriotic sentiment. In this way they can
also hope to confuse their adversaries' ideas more easily, since for
the popular masses, the only political experience acquired up to this
time has been within the national context, it is therefore fairly easy
to direct them and their more shortsighted leaders towards the
reconstruction of the States "felled" by the tempest.
If
this purpose were to be reached, the reaction would have won. In
appearance, these States might well be broadly democratic and socialist;
it would only be a question of time before power returned into the
hands of the reactionaries. National jealousies would again develop, and
each State would again express its satisfaction only in its armed
strength. In a more or less brief space of time their most important
duty would be to convert populations into armies. Generals would again
command, the monopoly holders would again draw profits from autarkies,
the bureaucracy would continue to swell, the priests would keep the
masses docile. All the initial conquests would shrivel into nothing, in
comparison to the necessity of preparing for war once more.
The
question which must be resolved first failing which progress is but
mere appearance, is definitive abolition of division of Europe into
national, sovereign States. The collapse of the majority of the States
on the continent under German steam-roller has already placed the
destinies of the European populations on common ground: either all
together they will submit to Hitler's dominion, or after his fall, all
together they will enter a revolutionary crisis, and they will not find
themselves adamantly distinct in solid, States structures. The general
spirit today is already far more disposed than it was in the past
towards a federal reorganisation of Europe. The hard experience of the
last decades has opened the eyes even of those who refused to see, and
has matured many circumstances favourable to our ideal.
All
reasonable men recognise that is impossible to maintain a balance of
power among European States with militarist Germany enjoying equal
conditions, nor can Germany be broken up into pieces or once it is
conquered. We have seen a demonstration that no country within Europe
can stay on the sidelines while the others battle: Declaration of
neutrality and non-aggression pacts come to nought. The uselessness,
even harmfulness, of organisations like the League of Nations has been
demonstrated: they pretended to guarantee an international law without a
military force capable of imposing its decision, by respecting the
absolute sovereignty of the member States. The principle of
non-intervention turned out to be absurd. According to it each
population should be left free to choose the despotic government it
though best, as if the constitution of each of the single States were
not a question of vital interest for all the other European nations. The
multiple problems which poison international life on the continent
have proved to be insoluble: tracing boundaries through areas inhabited
by mixed populations, defence of alien minorities, seaports for
landlocked countries, the Balkan Question, the Irish problem, and so
on. All these matters would find easy solutions in the European
Federation, just as corresponding problems, suffered by the small
States which became part of a vaster national unity, lost their
harshness as they were transformed into problems regarding relationship
between various provinces.
On
the other hand, the end of the sense of security, inspired by an
unassailable Great Britain which advised "splendid isolation" to the
British; the French dissolution army and the disintegration of the
Republic at the first serious collision with the Germany forces ( a
result which, and we hope so, might have lessened the chauvinistic
attitude of absolute Gallic superiority); and particularly the risk of
total enslavement are all circumstances that are favouring the
constitution of a federal regime, which will place an end to the current
anarchy. And the fact that England has accepted the principle of
Indian Independence; and that France has potentially lost its entire
empire in recognising its defeat, make it easier to find a basis of
agreement for a European arrangement of colonial possessions.
To
all of this must be added the disappearance of some of the most
important dynasties, and the fragility of the bases which sustain the
ones that survive. It must be taken into account that these dynasties,
by considering the various countries as their own traditional
perquisites, together with the powerful interests backing them,
represented a serious obstacle to the rational organisation of the
United States of Europe, which can only be based on the republican
constitution of the federates countries. And, once the horizon of the
Old Continent is passed beyond, and all the people who make up humanity
join together for a common plane, it will have to be recognised that
the European Federation is the only conceivable guarantee that
relationships with American and Asiatic peoples can exist on the basis
of peaceful co-operation, while awaiting a more distant future, when the
political unity of the entire globe becomes a possibility.
The
dividing line between progressive and reactionary parties no longer
follows the formal line of greater or lesser democracy, or of more or
less socialism to be instituted; rather the division falls along the
line, very new and substantial, that separates the party members into
two groups. The first is made up of those who conceive the essential
purpose and goal of struggle as the ancient one, that is, the conquest
of national political power – and who, although involuntarily, play into
the hands of reactionary forces, letting the incandescent lava of
popular passions set in the old moulds, and thus allowing old
absurdities to arise once again. The second are those who see the
creation of a solid international State as the main purpose; they will
direct popular forces toward this goal, and, having won national power,
will use it first and foremost as an instrument for achieving
international unity.
Through
propaganda and action, seeking to establish in every possible way
agreements and links among the single movements which are certainly
being formed in the various countries, the foundation must be built now
for a movement that knows how to mobilise all forces for the birth of
the new organism which will be the grandest creation, and the newest,
that has occurred in Europe for centuries; and the constitution of a
steady federal State, that will have an European armed service instead
of national armies at its disposal; that will break decisively economic
autarchies, the backbone of totalitarian regimes; that will have
sufficient means to see that its deliberations for the maintenance of
common order are executed in the single federal States, while each State
will retain the autonomy it needs for a plastic articulation and
development of a political life according to the particular
characteristics of the various people.
If
a sufficient number of men in the most important European countries
understands this, then the victory will shortly be at hand, as both the
situation and the spirit will be favourable to their project. They will
have before them parties and factions that have already been
disqualified by the disastrous experience of the last twenty years. It
will be the moment of new action and it will also be the moment for new
men: the MOMENT FOR A FREE AND UNITED EUROPE.
III – POST-WAR DUTIES – THE REFORM OF SOCIETY
A
free and united Europe is the necessary premise to the strengthening
of modern civilisation, that has been temporarily halted the
totalitarian era. By the end of this era immediately the historical
process of the struggle against social inequalities and privileges will
revive in full. All the old conservative structures which have
hindered this process will either have collapsed or will be in a state
of collapse. This crisis must be exploited, with decision and courage.
In
order to respond to our needs, the European revolution must be
socialist, that is its goal must be the emancipation of the working
classes and the realisation of more humane living conditions for them.
The orientation to be chosen for the steps to take can not, however,
depend solely on the purely doctrinaire principle which states that
private ownership of the material means of production must, as a general
rule, be abolished, and only temporarily tolerated when there is no
other choice to be made. The general state control of the economy was
the first, utopian, form in which the working classes imagined their
liberation from the yoke of capitalism. Once it is achieved, however, it
does not produce the hoped results: on the contrary, a regime comes
into existence in which the entire population is subject to a restricted
class of bureaucrats who run the economy.
The
truly fundamental principle of socialism, in which the general
collectivisation was nothing more than a hurried and erroneous
deduction, is the principle which states that the economic forces must
not dominate man, but rather – like the forces of Nature – they must be
subject to man, guided and controlled by him in the most rational way,
so that the broadest strata of the population will not become their
victims.
The
gigantic forces of progress that spring from individual interests,
must not be slaked by the grey dullness of routine. Otherwise, the same
insoluble problem will arise: how to stimulate the spirit of
initiative using salary levels and other provision of the same kind.
The forces of progress must be extolled and extended, and find
increasing ranges for development and utilisation; at the same time,
the barriers guiding these forces towards objectives of the greatest
advantage for all society, must be strengthened and perfected.
Private
property must be abolished, limited, corrected, extended: according to
the different situations and not according to principle. This
guideline is easily inserted into the process of forming a European
economic life freed from nightmares of militarism or national
bureaucratism. The rational solution must replace the irrational one
even in the consciousness of the working class. In order to describe
the content of this guideline, in greater detail, while pointing out
that the convenience of each point in the program, and the way it is to
be effected, must always be judged in relation to the indispensable
premise: European unity, we would like to emphasise the following
aspects:
a)
Those enterprises which conduct a necessarily monopolistic activity,
and that can therefore exploit the mass of consumers, must no longer be
left in the hands of private ownership; electricity industries, for
example, or those ones which must survive for the common good but that
need customs protection, subsidies, preferential orders, etc. (the most
visible example of this kind up to now in Italy is the steel industry);
those enterprises which owing to the size of the capital investment
and the number of workers employed, or the importance of the sector
involved, can blackmail various State organs, imposing upon them their
policies that would be advantageous to themselves (for example, mining
industries, banking institutes, arms manufacturers). In this field,
nationalisation must undoubtedly take place on a vast scale, bearing in
no regard acquired rights.
b)
The characteristics private property and the right of succession had
in the past permitted the accumulation in the rich hands of a few,
privileged members of society. In a revolutionary crisis it would be
properly distributed in an egalitarian manner, in order to eliminate the
parasitic classes and to give the workers the means of production that
they need, so as to improve their economic conditions and let them
reach greater independence. We can this way think of an agrarian reform
by distributing the lands directly to farmers, the number of
land-owners is going to increase enormously and an industrial reform
which would extend workers' ownership in non-nationalised sectors,
through co-operative management, employee profit-sharing. etc.
c)
Young people are to be assisted with all the necessary provisions in
order to reduce the gap between the starting positions in the long
struggle ahead of them. In particular, State schools ought to offer the
effective possibility of continuing their studies up to the highest
level to the best students not only to the wealthy ones; and in each
branch of study, trade schools, semi-professional schools as well as in
the liberal arts and sciences, it should prepare a number of students
corresponding to the market demand, so that the average salaries are
about the same for all the professional categories, even though within
each category there may be differences, depending upon individual
capacities.
d)
The almost unlimited potentiality of mass production of essential
goods thanks to modern technology, will allow everyone to be
guaranteed, at relatively low social cost, food, lodging, clothing and
that minimum of comfort needed to preserve a sense of human dignity.
Human solidarity towards those who succumb in the economic battle ought
not, therefore, be shown with the same humiliating forms of charity
that produce the very same evils they vainly attempt to remedy: rather
it ought to take a series of measures which unconditionally guarantee a
decent standard of living for everyone, without lessening the stimulus
to work and to save. In this situation, no one would any longer be
forced by misery to accept unfair work contracts.
e)
Working-class liberty can only be conquered after the conditions
described have been fulfilled. These classes must not be left to the
mercy of the economic policies of monopolistic trade unions that simply
translate the same overpowering methods of big capital into the working
world. The workers must once again be free to choose their own
emissaries where, in collective bargaining sessions, are defining the
conditions under which they will agree to work, and the State must give
theme the legal means to guarantee the observation of the terms agreed
to. All monopolistic tendencies can be efficaciously faced once these
social transformations have been achieved.
These
are the changes needed to create a broad group of citizens interested
in the new order and willing to struggle for its preservation, and to
give the political life the solid stamp of liberty based on a strong
sense of social solidarity. Based on these principles political
liberties can truly have not only a formal meaning, but a real meaning
for everybody, since that mass of citizens will be independent, and will
be sufficiently informed as to be able to exert continuous and
efficacious control over the governing class.
It
would be superfluous to dwell at length on the constitutional
institutions; in fact not being able to foresee the conditions in which
they will be drawn up and will have to regulate, we could do more than
repeat what has already been said – the need for representative bodies,
the formation of the law, the independence of the magistracy that will
be substitute the present one in order to apply impartially the laws
handed down by higher authorities and the freedom of the press and of
assembly so that public opinion can be enlightened and all citizens can
effectively participate in the life of the State. Only two questions
demand further and deeper definition because of their particular
importance for our country in this moment: the relationship between
Church and State; the quality of political representation.
a)
The Treaty, which concluded the Vatican's alliance with the Fascism in
Italy must absolutely be abolished in order to assert the purely lay
character of the State and determine the unequivocal supremacy of the
State in civil matters. All religious faiths are to be equally
respected, but the State must no longer strike the balance of religions.
b)
The house of cards that Fascism built with its corporativism will
collapse together with the other aspects of the totalitarian State.
There are those who hold that material for the new constitutional order
can be salvaged from this wreck. We do not agree this. In totalitarian
States, the corporative chambers are the crowning hoax of police
control over the workers. Even if the corporative chambers were a
sincere expression of the will of the various categories of producers,
the representative bodies of the various professional categories could
never be qualified to handle questions of general policy. In more
specifically economic matters, they would become organs for the
accumulation of power and privilege among the categories having stronger
union representation. The unions will have broad collaboration
functions with State organs which are appointed to resolve those
problems directly related to these categories, but it is absolutely
excluded that they will be given any legislative power, since this would
create a kind of feudal anarchy in the economic life of the country,
leading to a renewed political despotism. Many of those who ingenuously
were attracted by the myth of corporativism, can and must be attracted
by the task of renewing structures. But they must realise the absurdity
of the solution they might vaguely desire. Corporativism can only be
concretely expressed in the form given by totalitarian States: that is
to regiment the workers beneath leaders who might controlled every
movement in the interests of the ruling class.
The
revolutionary party cannot be amateurishly organised at the fixed
moment. It must form at least its central political philosophy since
now, its leaders and directors, the primary actions it will undergo. It
must not represent a heterogeneous mass of tendencies, united merely
negatively and temporarily, that is, united by their anti-Fascist past
and the active expectation of the fall if the totalitarian regime,
regime all ready to go their separate ways once this goal has been
reached. The revolutionary party knows that only at this point its real
work will begin. It must therefore be made up of men who are in
agreement on the basic future problems.
Its
methodical propaganda must penetrate everywhere there are people
oppressed by the present regime; it must use as its starting point the
problem which is the source of greatest suffering to individuals and
classes and show how it is related to connected with other problems, and
what the real solution might be. But from this gradually increasing
circle of sympathisers, only those who have identified and accepted the
European revolution as the principle purpose in their lives are to be
recruited into the movement. Day by day, with discipline, the work must
go on; its continuous and efficacious safety must be provided secretly,
even in those most dangerously illegal situations. Thus the more solid
network of workers will be set up to give consistency to the more
fragile sphere of sympathisers.
While
overlooking no occasion any sector in which to spread its cause, it
must turn first and foremost to those environments which are the most
important ones as centres for the circulation of ideas and the
recruiting of unbending determined men; primarily towards the two social
groups which are the most sensitive to the current situation and
decisive for tomorrow's circumstances, that is, the working class the
intellectuals. The former is the one that least submitted to the
totalitarian rod and that will most readily reorganise its ranks. The
intellectuals, particularly the younger among them, are those who feel
most spiritually suffocated and repulsed with the current despotism.
Other classes will gradually be drawn into the movement.
Any
movement which fails its duty to ally these forces, is condemned to
sterility. In fact a movement made up only of intellectuals will not
have the strength it needs to overwhelm reactionary resistance, it will
distrust and be distrusted by the working class; and even though it is
animated by democratic sentiments, it will be prone to losing its hold
while facing the difficulties, in the mobilisation of all other classes
against the workers, and the result will be the threatened restoration
of Fascism. If, instead, the movement is backed only by the
proletariat, it will be deprived of the clarity of thought which only
the intellectual can give, and which is needed in order to define new
paths and new duties; it will remain a prisoner of the former classism,
it will consider everyone as a potential enemy, and will slither
towards the doctrinaire Communist solution.
During
the revolutionary crisis, it is up to this movement to organise and
guide progressive forces using all the popular organs which grow
spontaneously, ardent crucibles in which the revolutionary masses are
melted, not for the drawing up of plebiscites, but rather waiting to be
guided. It derives the vision and security of what must be done not
from a previous consecration of what is not yet be the popular will,
but from the consciousness of representing the deepest necessities of
modern society. In this way it issues the initial regulations of the
new order, the first social discipline directed to the unformed masses.
This dictatorship by the revolutionary party will form the new State,
and new genuine democracy will grow around this State.
There
are no grounds for fearing that a similar revolutionary regime will
develop into renewed despotism. This may develop if a servile society
has been forming. But if the revolutionary party continues with
determination from its very first action to create the conditions
necessary for individual freedom, conditions under which all citizens
can really participate in the life of the State, it will evolve towards
increasing comprehension of the new order, even though moving through
possible secondary political crises, and acceptance of it by all the
population. It will be growing, therefore, towards an increasing
possibility of functioning, and of free political institutions.
The
moment has arrived to know how to discard old onerous burdens, how to
be ready for the new changements that is coming and that will be so
different from what we expected; to put aside the inept among the old,
and create new energies among the young. Today those who have perceived
the reasons for the present crisis in European civilisation are seeking
each other, and are trying to plan future. In fact they are gathering
the inheritance left by all those movements which worked to raise and
enlighten humanity, and which failed because of their incapability to
understand the purpose to be achieved or the ways how to achieve it.
The road to follow is neither easy nor safe. But it must be pursued and it will be.
[1]
Βλ. δηλώσεις Ζακ Ντελόρ στις 22/6/1997: «Ήταν ένα φιάσκο. Με σοκάρισε η
γερμανική υπεροψία. Η γαλλο-γερμανική συνεργασία δεν αποδίδει πλέον»
(ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΡΩΫΤΕΡ).
[2] Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να αποκαλυφθεί το διπλωματικό παρασκήνιο στην Σύνοδο του
Άμστερνταμ μεταξύ Ισπανίας-Βελγίου-Ολλανδίας για το ζήτημα των ψήφων
στο Συμβούλιο Υπουργών και για τις εγγυήσεις που απαιτούνταν ότι θα
υπάρχει μεταχείρισή τους ως «μεγάλων» κρατών.
[3]
Σύμφωνα με τον υπουργό αναπληρωτή κ. Γ. Παπανδρέου, η Ελλάδα στο
Άμστερνταμ έθετε δύο όρους για να αποδεχθεί την ευελιξία στην ΚΕΠΠΑ: i) την ύπαρξη δυνατότητας «εποικοδομητικής ανοχής» και ii) την εκ των προτέρων ομοφωνία των 15. Βλ. δήλωση στις 16/6/1997, ανακοίνωση Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ.
[4] Βλ. συνέντευξη Στ. Περράκη στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 21/6/1997.
[5] Βλ. συνέντευξη Τύπου Κ. Σημίτη στο Άμστερνταμ, 18/6/1997, Ανακοίνωση Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ.
[6] Ο Βρεττανός πρωθυπουργός Τόνυ Μπλαιρ δήλωσε ότι θα μπορούσε να δεχθεί την αρχή της ευελιξίας υπό την προϋπόθεση ότι θα υπήρχε «αρνητικός κατάλογος» των θεμάτων που
δεν θα υπάγονται στην αρχή της ευελιξίας. Η προχωρημένη ώρα των
διαπραγματεύσεων δεν επέτρεψε την σύνταξη ενός τέτοιου αρνητικού
καταλόγου, γι’ αυτό μπήκε στα συμπεράσματα η γενική ρήτρα ευελιξίας.
[7] Βλ. «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ» του Π. Ιωακειμίδη, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 250-283 και 391-417.
[8] Βλ. δηλώσεις Στεφ. Σταθάτου, «ΕΘΝΟΣ», 22/6/1997.
[9] Την αμέσως επόμενη ημέρα της Συνόδου του Άμστερνταμ (18/6/1997) έγινε γνωστό ότι η προμήθεια για τον εκσυγχρονισμό 39 αεροσκαφών F-4 της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας κατακυρώθηκε τελικά στην γερμανική εταιρεία «Daimler-Benz Aerospace» ύστερα από παρέμβαση του Χ. Κωλ στον Κ. Σημίτη (και όχι στην αμερικανική εταιρεία «Boeing» όπως επί 1,5 έτος άφηνε το Υπ. Αμύνης να διαφανεί). Βλ. και υποσημείωση 57.
[10]
Βλ. τα σημεία παρέμβασης της ελληνικής κυβέρνησης στο Κογκλάβιο των
υπουργών Εξωτερικών στις 20/5/19997: «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ» 22/6/1997.
[11]
«Ο περιφερειακός σχεδιασμός της Μεγάλης Ευρώπης σε συνεργασία με τις
χώρες Κ.Α.Ε.». Συνέδριο στην Πράγα, 16-17/10/1995 και «Ευρώπη 2000+», έκδοση Ε.Ε. 1994, ISBN
92-826-9009-7, σελ. 171. «Οικονομικός Ταχυδρόμος» 23/11/1995. Στην
Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου, άλλωστε, θα κατατεθεί το κείμενο για
την διεύρυνση με τίτλο «AGENDA 2000», για τις επιπτώσεις στην Κ.Α.Π. και στα διαρθρωτικά ταμεία και για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
[12] Βλ. άρθρο του Στεφ. Σταθάτου, «ΟΙ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ», «ΤΟ ΒΗΜΑ», 22/6/1997.
[13]
«Εξαιρετικά επιτυχή» χαρακτήρισε ο καγκελάριος της Γερμανίας Χ. Κωλ
την Σύνοδο Κορυφής του Άμστερνταμ, συμπληρώνοντας ότι «δεν έχουν
επιτευχθεί όλοι οι στόχοι της. Δεν μπορεί ο
καθένας να περιμένει να επιβληθεί η ιδανική Ευρώπη του διότι υπάρχουν
πολλά αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα». Βλ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 22/6/1997. Στις
αρχές Απριλίου 1997, ο Χ. Κωλ είχε δηλώσει ότι το έτος 2000 θα έχει επιτευχθεί η Πολιτική Ένωση της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου